Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το ταξίδι της Αρετής




Μια φορά κι έναν καιρό  ζούσε μια πολύ όμορφη αρχόντισσα, η Αρετή. Ζούσε με τον άντρα της σε ένα πολύ πλούσιο παλάτι στην άκρη της γης. Θα ήταν ευτυχισμένη αν δεν είχε έναν μεγάλο καημό. Είχε παντρευτεί στην ξενιτιά, μακριά από την οικογένειά της.
Μια νύχτα η Αρετή καθόταν δίπλα στο τζάκι μαζί με τα γάτα της και χάζευε τη φωτιά που έπαιρνε διάφορα χρώματα και σχήματα. Σκεφτότανε. Την οικογένειά της, τη μάνα της , μα πάνω απ’ όλα τον αδερφό της τον Κωνσταντή. Είχαν φτάσει τα μαντάτα πως εκείνος έφυγε από τη ζωή ξαφνικά. Και της έλειπε της Αρετής. Της έλειπε τόσο πολύ,  που σε όποιον καθρέφτη και να κοίταζε έβλεπε το είδωλό του.
Ο άντρας της δεν καταλάβαινε τον πόνο της. Δεν είχε ποτέ του αδέρφια για να ξέρει τον καημό τους. Κι έτσι η Αρετή μην έχοντας να μοιραστεί τη λύπη της έκλαιγε μόνη της το όμορφο παλικάρι που της είχε δώσει άλλοτε τόση χαρά, όση πίκρα ερχότανε από πίσω. Και ήταν τόσο μεγάλη η γεύση της χαράς που τον ερχομό της πίκρας δεν τον πήρε χαμπάρι.
Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά η φωτιά έσβησε. Ένα χλιμίντρισμα ακούστηκε έξω από το σπίτι και την αμέσως επόμενη στιγμή η εξώπορτα άνοιξε. Βαριά βήματα αντήχησαν στο πλατύσκαλο.  Η Αρετή σηκώθηκε σύντρομη και παγωμένη από το φόβο. Άκουγε τα βήματα του άγνωστου να προχωρούν προς το μέρος της και δεν ήταν ικανή να κάνει τίποτε. Καθόταν κοκαλωμένη και κοιτούσε. Ξαφνικά, ο άγνωστος εμφανίστηκε μπροστά της. Η Αρετή κόντεψε να λιποθυμήσει. Όχι όμως από φόβο, αλλά από τη χαρά της, που τον ξαναείδε.

Αγκαλιάζονταν για πολλή ώρα. Ο Κωνσταντής δε μιλούσε καθόλου , μόνο την κοίταζε χαρούμενος και συγκινημένος.
-         Έλα μαζί μου Αρετή, της είπε
-         Πού θα με πας, τον ρώτησε εκείνη;
-         Κάπου που θα σ’ αρέσει Αρετή μου, έλα.
Ο Κωνσταντής άπλωσε το χέρι του. Η Αρετή χωρίς να διστάσει του έδωσε το δικό της. Ξαφνικά βρέθηκαν πάνω σε ένα άσπρο άλογο να πετούν πάνω από δάση, ποταμούς και βουνά.
Η Αρετή μιλούσε στον αδερφό της συνεχώς. Τον ρωτούσε για τη μάνα τους, για τα αδέρφια τους, Του έλεγε για τη ζωή της μακριά τους. Με το ζόρι κρατούσε τα δάκριά της μη θέλοντας να χαλάσει τις υπέροχες στιγμές της επιστροφής.
Σε λίγη ώρα έφτασαν όχι στο αρχοντικό τους, αλλά σε ένα σπιτάκι με έναν μαραμένο κήπο. Ο Κωνσταντής έκανε νόημα στην Αρετή να χτυπήσει την πόρτα. Η Αρετή πλησίασε. Η πόρτα άνοιξε. Η μάνα βγήκε , αγκαλιάστηκαν και ξαφνικά η Αρετή ένοιωσε τη μάνα στην αγκαλιά της να μικραίνει  και να μικραίνει κι αυτή βρέθηκε ξανά στο σπίτι της να κάθεται μπροστά στο τζάκι με τη γάτα αγκαλιά! Η φωτιά έκαιγε κανονικά, η εξώπορτα  ήταν κλειστή. Μόνο που έξω από το παράθυρό της βρισκόταν  ένα άσπρο άλογο.  Δεν είχε αναβάτη και κοντανάσαινε λες κι είχε μόλις φτάσει από μακρινό ταξίδι. 








 Βασιλική