Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Θεσσαλονίκη 2013





Και τώρα που δεν νιώθεται πια η πληγή
από εκείνο το φρικτό μαχαίρι
είναι γιατί δεν υπάρχει σώμα .
Δεν έκαναν τη δουλειά τους τα φάρμακα,
τώρα πια ζεις κάτω από τη Γη
δίχως Φαντασία, δίχως Λόγο


Ή ίσως πάλι να βλέπεις τα πάντα από ψηλά
και να λησμονείς περασμένα μεγαλεία
που ίσως –– για λίγο–– να σου έδωσαν χαρά.

ΛΣ

Καθρέφτης



Διάλογος με το ποίημα του Καβάφη "Ο Καθρέπτης στην είσοδο"




«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πoια είναι η πιο όμορφη;»
ρώτησε πάλι και περίμενε απάντηση
Tο είδε να συμβαίνει στα παραμύθια
και πίστεψε πως είναι αλήθεια.
Δεν πήρε απάντηση καμιά
μα ο καθρέφτης ήξερε∙
είχε αναγνωρίσει την άρτια ομορφιά
και θαμπωμένος από το κάλλος
δεν μπορούσε να μιλήσει

Τα χρόνια πέρασαν
και άλλαξαν τα πρόσωπα που κοιτούσαν στον καθρέφτη
Μα εκείνος ακόμα θυμόταν την απόλυτη ομορφιά
που όμοια δεν ξανάδε ποτέ του.
Ήλπιζε πως θα την ξανασυναντούσε
μέχρι που έσπασε.
ΛΣ

Η πληγή του χρόνου



Με αφορμή το ποίημα του Καβάφη "Κεριά"




Στάζω σαν αίμα
Είμαι ότι σου έχει απομείνει
Καίω για να σου κρατώ συντροφιά
Έχουν χαμηλώσει οι ρυθμοί του ρολογιού
Για να προχωράει πιο αργά η ώρα
Να σ’ έχω περισσότερο κοντά μου
Κάποιος έχει όρεξη για φάρσες
Χώνει το μαχαίρι βαθειά μες στην πληγή

Θυμάσαι όλα τα πρόσωπα που σ’ αγάπησαν κάποτε
Και μένεις πάντα εκεί, ν’ αγαπάς το τίποτα
Να σχίζει τη ζωή του άλλου για να ζήσεις
ΛΣ

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Μαύρα ρούχα


Διάλογος με τα "ενδύματα" του Καβάφη)

Μαύρα ρούχα απλωμένα στο μπαλκόνι
Μαύρα, όπως όλα τα όνειρά μου
Σκουριασμένο πια το σύρμα δεν τεντώνει
Με πληγώνει και θυμάμαι τα παλιά μου

Μαύρα ρούχα απλωμένα στο μπαλκόνι
Και το πένθος μεγαλώνει σταδιακά
Το περίστροφο, τι γρήγορα σκοτώνει
Αναμνήσεις μου γκρεμίζουν τα φτερά

Μαύρα ρούχα απλωμένα στο μπαλκόνι
Που δεν δίνουν ούτε ελάχιστη ελπίδα
Δηλητήριο η θύμησή τους, με ναρκώνει
πάω στον ήλιο, μα ξεσπάει καταιγίδα

Μαύρα ρούχα απλωμένα στο μπαλκόνι
Σαν παλιά κατάρα που με κυνηγά
Μια ζωή έχω τα χέρια στο τιμόνι
Με πορεία υποχρεωτική κι αργά

Μαύρα ρούχα θάναι πάντα
Στοιχειωμένα στο μυαλό μου
Γράφω τώρα μια μπαλάντα
Στις σκιές που θέλουν το κακό μου
                             Δ.Τ.

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Συνομιλία με τα "ενδύματα" του Καβάφη


Ενδύματα

Mέσα σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
      Τα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
      Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
      Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ' ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
      Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
      Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ' εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)




Συνομιλώντας με τα
«Ενδύματα» του Κ. Π. Καβάφη



Ο χειμώνας ξεκίνησε
Τα φύλλα κουρασμένα τριγυρνούν μέσα στους δρόμους
αναζητώντας μια φωτιά για να ζεσταθούν
Το κρύο διαπερνά τη σάρκα των ανθρώπων
που νυσταγμένοι κοιτούν τη συννεφιά από το παράθυρό τους

Πάντα δυσανασχετούσα με το χρώμα μου
Δεν ακτινοβολούσε ποτέ
παρά μόνο στόλιζε τα γυμνά κορμιά με στενοχώρια
Ήταν μουντό και δύστροπο
κατάλληλα διαμορφωμένο για να προσδίδει
μια αίσθηση πένθους στην ατμόσφαιρα.
Όμως δεν παραπονέθηκα ποτέ.
Ανεχόμουν τα υποκριτικά βλέμματα
και τα δήθεν χαμόγελα
Ώσπου μια μέρα γιορτινή
κόπηκα στα δύο

Η μονοτονία του χρώματός μου χάθηκε
και το κυρίαρχο μαύρο
κλειδώθηκε και πάλι στο σεντούκι της καρδιάς

                                                             Σούζυ



Κυανές σκέψεις


Μείναμε εγκλωβισμένα
Στην εβένινη αυτή φυλακή μας
Προσμένοντας να μπουν δυο ηλιαχτίδες
Κι ένα κουρασμένο βλέμμα
Να μας κοιτάξει με νοσταλγία

Το κυανό μας χρώμα το ξεθώριασε
Ο εγκλεισμός
Δε λάμπει, γιατί δεν κυματίζει στο αεράκι
Γιατί δεν αντλεί ζωή από νεανικό κορμί
Γιατί θάφτηκε μαζί με αναμνήσεις

Γι άλλα ήμαστε φτιαγμένα εμείς.
                                               Γ





ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΟΥΛΟΥ

 

Κλεισμένο σε μπαούλα
Μία στο ένα
Μία στο άλλο
Μία τάχα φορεμένο
Πάνω σε σώματα
Δήθεν χαρούμενα

Έχω έναν ίλιγγο
Στα δαντελένια μου υφάσματα
Οι γιορτές παλιών καιρών
Δεν με χωράνε πλέον
Έχω μια άνοιξη
Στο χρώμα το βελούδινο
Το σκοτάδι αυτό
Δεν με αντέχει.

Φοβάμαι.
Οι κλωστές μου τεντώνονται
Και τα κουρασμένα πρόσωπα της γης
Ακόμη κοιμούνται
Αρχίζει να διαλύεται το τούλι στο κάτω μέρος
Σκορπάω
Άθελά του ο κόσμος
Θα γεμίσει από εμένα.

                               Α.Κ.



Ερωτικό


Ζηλεύω τα  άλλα
Κι ας είναι κλεισμένα στο συρτάρι
Εκεί φυλάσσονται ως ακριβά κειμήλια
Μην καταστραφούν, μην ξεθωριάσουν.
Έπρεπε κι εγώ νάμαι μαζί τους
Κι όχι να σέρνομαι
Συνώνυμο της παρακμής και της δυστυχίας
Από γωνιά σε γωνιά
Κουβαλώντας πίκρα κι απελπισία
Γιατί, η γλυκιά του η ματιά
Τ’ άλλα χαϊδεύει
Σαν ανοίγει νοσταλγικά το συρτάρι
                                        Γ

"Ο καθρέπτης στην είσοδο" του Καβάφη


Διάλογος με το ποίημα

Ο καθρέπτης στην είσοδο

Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο
έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό·
τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο.

Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη
(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),
στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε
σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα
να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη
έμεινε μόνος, και περίμενε.
Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν
κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά
του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.

Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα·
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)





Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Αν ήμουν εγώ ο καθρέφτης
Γραμμένη πάνω μου η ιστορία του κόσμου
Το ξέρω πως θα έσπαγα
Πώς να αντέξω
Εγώ – γυάλινο αντικείμενο ομορφιάς
Τον ήλιο
Που θα έσκαγε
Τόσο τολμηρά και βίαια
Στο κέντρο του κορμιού μου
Πώς θα άντεχα
Τα βλέμματα εκείνα του εγωισμού
Χωρίς να θέλω να τα καταπιώ
Για να μην υπάρχουν.
Τα δάκρυα που θα προσπαθούσαν
Μάταια πάντα
Να συμμαζέψουν αυθόρμητα πρόσωπα
Πώς θα άντεχα εγώ
Το γαλάζιο και το καφέ
Το μαύρο και το πράσινο
Κάτω από τα βλέφαρα.

Και όταν θα έμενα μόνο
Πώς θα άντεχα
Να αντικρίζω τοίχους κενούς
Τοίχους
Έξω από κάθε είδους ομορφιά.

                             Α. Κ.



Καθρέφτες

 

Καλύτερα που δεν έχουν μνήμη οι καθρέφτες
Θα σκοτείνιαζαν για να διώξουν το άσχημο
Που αναπόφευκτα περνάει από μπροστά τους
Κι αυτό θα πληγωνόταν
Γιατί θα ένιωθε πως δεν αντέχει
Τη σύγκριση
                                    Γ


 Καθρέφτης



Περπατώ μονάχος στο δρόμο και περνώ στοχαστικός έξω από το μαγαζί με τους υπέροχους καθρέπτες, δίπλα από τη στάση του λεωφορείου. Κάθομαι λίγο και με ουδέτερο βλέμμα τους παρατηρώ. Διακρίνω ανάμεσα σ’ αυτούς έναν εξαιρετικό καθρέφτη, ιδιαίτερα μεγάλο και αρκετά παλιό. Και τι δε θα γνώριζε αυτός ο φθαρμένος καθρέφτης , αν είχε μνήμη; Θα θυμόταν το σπίτι στο οποίο ήταν πριν τον φέρουν στο μαγαζί. Θα θυμόταν το παιδάκι που επί μέρες έβλεπε με λαχτάρα τους καθρέφτες στη βιτρίνα. Θα θυμόταν τον άστεγο κύριο με το ταλαιπωρημένο πρόσωπο που συχνά καθόταν στο παγκάκι της στάσης για να ξεκουραστεί . Μπορεί ακόμα να θυμόταν κι εμένα που, μικρός,  περνούσα διαρκώς μπροστά από τη βιτρίνα με τους καθρέφτες, αλλά ποτέ δεν είχα καθίσει να τους προσέξω. Καλύτερα λοιπόν να πηγαίνω, γιατί, αν έχει μνήμη ο καθρέπτης θα έχει και πολλά παράπονα από μένα.
                               Δ.Τ.




Che fece .... il gran rifiuto, Κ. Π. Καβάφης

Δημιουργούμε διαλεγόμενοι με ποιήματα του Καβάφη
Τα ναι και τα όχι της ζωής μας, μεγάλα, ή μικρά


Che fece .... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 



 Τα «ναι» και τα «όχι»























Τα «ναι» και τα «όχι» της ζωής μας
Ατελείωτοι σιδηρόδρομοι
Πρέπει – λέμε –
Να βαδίζουμε πάνω στις ράγες
Συλλαβιστά
Το ένα πάτημα
Σε απόλυτη συνέχεια με το επόμενο
Χωρίς πισωγυρίσματα
Χωρίς βλέμματα μελαγχολικά
Στα τοπία που προσπεράσαμε
Πρέπει – λέμε –
Να απαντάμε
Με συναισθησία και αυτάρκεια
Να μας πιστεύουμε


Έτσι συνηθίζουμε να λέμε…

                               A.K.




NAI – OXI





Ποια να’ ναι άραγε η μαγική απάντηση;
Να’ναι το ναι
Που όταν το ακούς και είναι για καλό
Πάντοτε σου αφήνει την ελπίδα
Ή μερικές φορές την ευχαρίστηση;
Να’ναι το όχι
Που μόνο ο ήχος του σου φέρνει απογοήτευση;
Εγώ, όμως, δε διακρίνω διαφορές
Γιατί εγώ αγαπάω τα γράμματα
Μονάχα αυτά με γαληνεύουν
Με κάνουν να σκέφτομαι, να γράφω, να διαβάζω
Δε με νοιάζουν οι σωστές απαντήσεις
Με νοιάζει μόνο να ειπωθούν σωστά.
Γι αυτό δε βλέπω διαφορά
Παρά μόνο μια ομοιότητα
Τρία γράμματα το ναι
Τρία γράμματα το όχι
                          Δ.Τ.


«ΕΙΣ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ»








Κάθε «ναι» δηλώνει συμβιβασμό
Και κοντά σε αυτό
-νομίζουν-
Δηλώνει δύναμη ψυχής
Κάθε «ναι» είναι ένα βήμα
Στο αύριο
Είναι ανάπτυξη
Είναι –νομίζουν-
Πόρτα σε χώρους υπέρτατων ιδεών.

Μα ας σωπάσουμε λίγο
Ας πούμε «όχι»
Στο πάντα ευχάριστο
Και εύκολο «ναι»

Όπως εκείνος
Ο αγγελικός άνθρωπος
Με τη χλομάδα
Που διάβαζα μικρή θυμάμαι
Σε κάποιο παραμύθι
(Πόσο δειλή και εγώ
Τον φοβόμουν…)

«Εις όλην την ζωήν του»
Αμετανόητος
Παρέμενε στην ελεύθερη φυλακή του
Γιατί ήξερε
Μεγαλύτερα δεσμά
Από τα «ναι» του κόσμου…
(Εγώ δεν ξέρω…)
Υπάρχουν;
                                 Α.Κ.




Θα αρχίσει ο πόλεμος;




Πήρα τηλέφωνο τον Περικλή και τον ρώτησα
Θα αρχίσει ο πόλεμος;
Απάντησε με ευχαρίστηση , Ναι
Έστειλα μήνυμα στον Κωνσταντίνο και τον ρώτησα
Θα αρχίσει ο πόλεμος;
Μου απάντησε αβέβαιος, Ναι
Συνάντησα το Θεόδωρο και τον ρώτησα
Θα αρχίσει ο πόλεμος;
Απάντησε με θάρρος, Ναι
Ρώτησα και όλο τον ελληνικό λαό
Που τόσους αιώνες πεθαίνει στους πολέμους
Θέλετε να γίνει πόλεμος;
Η απάντησε χάθηκε, μέσα στο όχι που ακούστηκε
                                         Δ.Τ.



Διάλογος με τα "Κεριά" του Καβάφη

Διαλεγόμαστε και Δημιουργούμε με το ποίημα του Καβάφη "κεριά".



Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)




ΤΟ ΚΕΡΙ




Λίγο – λίγο στάζω
Σκύβω
Στρέφω κυρτά τη φλόγα μου
Και γράφω.
Όπως τρέχει σταγόνα σταγόνα
Στο χαρτί το σώμα μου
Περιπλανιέται στις γραμμές
Και πάντα καταλήγει.

Σβήνει πάντα
Πιο πάνω απ’ τη ζωή
Σβήνει πάντα
Πιο κάτω από το θάνατο
Σβήνει πάντα
Στον έρωτα.
Που ανέλπιστα πηγαινοέρχεται
Στη φλέβα του κορμιού μου
Ξεσπάει στη φλόγα μου
Λυτρώνεται στο χαρτί μου.

                                    Α.Κ.







[Ποιος μιλά για ελπίδα;]

Δημιουργούμε από το έργο του Αντώνη Σαμαράκη "Ζητείται Ελπίς".








Ποιος μιλά για ελπίδα; Ποιος ζητά την ελπίδα, το φως; Ένας άνθρωπος ασυμβίβαστος, γενναίος. Χωρίς όνομα. Εσύ. Εγώ Αυτός που κάθεται δίπλα σου.
Κάθομαι και σου γράφω κι εγώ για όλα όσα νιώθω. Όλες τις αλήθειες μου. Μη φοβάσαι να εκτεθείς! Η ελπίδα είναι η καρδιά μας.

Σ’ αυτόν τον κόσμο
Δε γίνεται χωρίς ελπίδα να ζούμε
Να κοιτάζουμε πρέπει
Γύρω μας το καθετί
Και να λέμε:
Όχι!
Δεν μπορεί να είναι έτσι!

Η ελπίδα είναι η καρδιά μας! Δεν την ακούς; Δεν την ακούτε; Να παλεύει κάτω από το στήθος σας. Να παλεύει εσάς! Τη συμβατικότητά σας! Μάθατε να θάβετε τον έρωτα επειδή κάποτε σας γύρισε την πλάτη. Το όνειρο, επειδή κάποτε είδατε έναν εφιάλτη. Ακούστε με που σας λέω! Μην τα παρατάτε. Η ζωή επίτηδες είναι έτσι. Σκληρή μαζί μας, κακοτράχαλο βουνό! Κι εμείς γιατί να τη χορεύουμε ευθύγραμμα; Γιατί να μη μεθύσουμε στις στροφές; Όποιος έχει ελπίδα ξανασηκώνεται. Ναι, η ελπίδα είναι τα φτερά που ο κόσμος υποσχέθηκε στα παιδιά του. Πολλά φτερά. Πολλές καρδιές να χτυπούν δυνατότερα για την ελπίδα. Στο βάθος δε βλέπω πια το σούρουπο. Είναι που ξημερώνει.

Αν δεν έχεις πού να πας, έλα μαζί μου. Ποτέ δεν είναι αργά να νιώσουμε τους παλμούς μας. Να κρατήσουμε τα χέρια. Να πούμε όχι στα κακά όνειρα. Να ράψουμε το δικό μας. Να μάθουμε γραφή και ανάγνωση πάνω στα σώματά μας.

Πάντα έρχεται το αύριο. Ό, τι και να γίνει πάντα ξημερώνει. Η ίδια η φύση, το χώμα που μας γέννησε μας λέει να ελπίζουμε. Μας λέει ανθρώπους. Κοιτώ ψηλά είναι τα’ όνομά σου. Τα’ όνομά του. Τα’ όνομα αυτού που κάθεται δίπλα σου.

Εμείς είμαστε η ελπίδα. Εμείς η ουσία του κόσμου. Εμείς η μουσική του. Εμείς και η φθορά του.
Ζητείται Ελπίς!
Ζητείται άνθρωπος!
(εγώ κάνω ένα βήμα μπροστά)
Πριν ξημερώσει, θέλω το φεγγάρι
Να μας δει παραταγμένους
Στο στρατόπεδο της ελπίδας

                                                                                                                          Κοραλλία

Ζητείται Ελπίς

Δημιουργούμε με αφορμή το ομώνυμο έργο του Αντ. Σαμαράκη





Θέλησα και εγώ να βρω ελπίδα για να προσφέρω. Σκέφτηκα «σήμερα είμαι χαρούμενη.» Μπορώ να διαθέσω μία απ’ τις ελπίδες μου στον άνθρωπο που εύλογα απογοητεύτηκε και τόλμησε να το δηλώσει. Αλήθεια, πώς έκανε κάτι τέτοιο; Τόσο ξεδιάντροπα! Πώς δεν ένιωσε ενοχές να βάλει τον κόσμο σε τόσες σκέψεις! Λες και δεν ξέρουμε πώς έχουν τα πράγματα… Αν όμως κάποιος επιθυμεί να κλείνει τα μάτια του και να βαδίζει χορεύοντας, γιατί πρέπει να του βγάλουμε τη μάσκα, να τον αναγκάσουμε να δει τα πράγματα «έτσι», όπως είναι; Θα του απαντήσω και εγώ με μια δημοσίευση στην ίδια εφημερίδα.

Ζητείται άνθρωπος!
Όλοι μας κρατάμε ένα φανάρι
Και ψάχνουμε στους δρόμους
Σαν να ‘μασταν σαλοί.
Μην επιμένεις!
Δεν θα καταφέρεις να σβήσεις το φανάρι μου
Η φωτιά υπάρχει στη φύση
Χτύπα και εσύ δυο πέτρες
Και δώσε φως στο δικό σου χέρι.
Λοιπόν,
Εσύ κρατάς το φανάρι
Εσύ και την φωτιά.
Δεν μας βλέπεις που όλοι μαζί βαδίζουμε;
Η ελπίδα βρίσκεται εδώ
Στη σαλεμένη μάζα!

     Το διαβάζω ξανά και ξανά. Το έγραψα τόσο πηγαία! Μα γιατί δεν πείθει ούτε εμένα; Κατάφεραν δύο μονάχα λέξεις, ενός άγνωστου, σε μια τυχαία εφημερίδα, να με καταβάλουν τόσο πολύ; Ή μήπως εδώ και καιρό ζητάω και εγώ απελπισμένα ελπίδα; Πράγματι, έχω νιώσει και εγώ πως δεν υπάρχει ουσία πουθενά, ούτε στο να γράφω. Έχω νιώσει πως δεν υπάρχει σωτηρία από τίποτα. Όλο θα ξοδεύω το μυαλό μου στα χαρτιά και όλο κάτι ακόμη θα υπάρχει να πω, γιατί ποτέ δεν θα συγκατατεθεί τελικά η εποχή. Πάντα θα έρχονται και άλλα, και άλλες καταστροφές στη φύση, και άλλες καταστροφές στην ανθρωπότητα, και άλλοι πόλεμοι, και άλλες «απαγωγές», και άλλοι «βιασμοί», και άλλες «αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους». Όμως, πώς, τέλος πάντων, θα ζήσουμε; Θα επιβιώνουμε στη γη αναμένοντας βασανιστικά το θάνατο; Αυτό είναι η λύση; Κάθε φορά εκεί βρίσκω την ελπίδα. Λέω πάντα… «Υπάρχει Θεός! Πρέπει να υπάρχει Θεός!» Και έπειτα; Περιμένω…
     Σπάω το κεφάλι μου να βρω μια απάντηση. Αρνούμαι να δεχτώ την απελπισία! Ζητάει ελπίδα… Και πρέπει! Εγώ, πρέπει να βρω μια ελπίδα, για αυτόν, για όλους, για εμένα… Πού να ψάξω;

                                                                                                                                  Α.Κ.