Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης ( 21 Μαρτίου )

-->
Δημιουργούμε για την Παγκόσμια μέρα της Ποίησης

Με χαρά πληροφορηθήκαμε τη διοργάνωση συνάντησης για τον εορτασμό  της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης και δηλώσαμε συμμετοχή στη Γιορτή αυτή της Ποίησης που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 19 Μαρτίου στο 2ο Λύκειο Καλαμαριάς. Ήταν  για μας μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε κι άλλους μαθητές και καθηγητές που αγαπούν να δουλεύουν πέρα από το σχολικό κατεστημένο αλλά και συγχρόνως μέσα σ’ αυτό.

Αποζημιωθήκαμε με μια πολύ ζεστή συνάντηση στην οποία είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τις ποιητικές αναζητήσεις (συμ)μαθητών μας, να καταθέσουμε στοιχεία από τη δική μας δουλειά και να συζητήσουμε για την ποίηση και τις ανησυχίες μας με λογοτέχνες από τη Θεσσαλονίκη.
Ευχαριστούμε πολύ τους διοργανωτές
Οι καθηγήτριες :Γιούλη , Ελπίδα
Οι μαθητές : Δημήτρης, Βίκυ, Εύα,  Γιώργος, Ειρήνη, Εύη, Ελένη, Σπύρος, Αργυρώ, Σία, Ελένη




Η παρουσία μας στην εκδήλωση :

Ξεκινήσαμε με αφορμή τους στίχους  του Ν. Καββαδία
« της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει τα καράβι
Να μη τολμήσεις να τη δεις ποτέ απ’ τη στεριά»
Και , αρχίσαμε να δημιουργούμε με δικούς μας στίχους, φωτογραφίες, μουσικές. Κάποια στοιχεία απ’ αυτά ανέσυραν ποιήματα άλλων ποιητών που τροφοδότησαν με τη σειρά τους τις αναζητήσεις μας. Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα. Δέσαμε την ενότητα και με αρωγό μας στοιχεία από την τέχνη του θεάτρου την παρουσιάσαμε :


της σαλονίκης


Τις φωτογραφίες αλιεύσαμε από το διαδίκτυο και κυρίως από τη σελίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης



Οι φωτογραφίες εκτός από την τελευταία απ΄ το φακό της Εύας
Η τελευταία από την ιστοσελίδα του Δήμου θεσσαλονίκης



Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Πόλις 





Θα πάγω σ' άλλη γη θα πάγω σ΄ άλη θάλασσα




Είπες· "Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα".
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.




2 Περίπατος στην πόλη 




 θα μάζευα εικόνες

Θά 'θελα νάμαι μια ρόδινη δροσοσταλίδα
που ξεγλιστρώντας από τα χέρια ενός πλάτανου
μια δροσερή κι ανήλιαγη αέρινη πνοή
θα κατάπινε και θα κουβαλούσε στη ράχη της απάνου
καλπάζοντας, οδεύοντας μανιασμένα στην πηγή της ζωής
ακολουθώντας το μονοπάτι ενός αναπάντεχου ενστίκτου
σπαρμένου με μια σύνθεση ιδρώτα και ονείρου
χωμένων βαθιά κάτω από τις αφιλόξενες πέτρες του.
Έτσι θα αλυχτούσα πονεμένα στα δρομάκια
παραβλέποντας τα αισχρά θεάματα του όχλου
και ζωσμένη μ' ένα παράπονο, τυλιγμένο γύρω μου σα μανδύα
ανήμπορη για την ανατροπή, χωρίς πληγή μα με πληγή
θα πετούσα ολούθε και θα μάζευα εικόνες
μιας πόλης που ξεψυχά...
  
Νέμεσις





3 [Γρήγορα ξεχνάς]


Γρήγορα ξεχνάς,
την αφή της καρέκλας στην αυλή με τα κυπαρίσσια
τον ήχο του πλακόστρωτου στενού και τα παιδιά να τρέχουν,
τη γεύση της βροχής κάτω απ' τον πλάτανο,
τη μυρωδιά του λουλουδιού στη γωνία και τα 
αναμμένα φαναράκια το δείλι,
την όψη του φεγγαριού μέσα από το καμπαναριό του Αη Γιώργη

Ώρες τριγυρνούσες στους δρόμους
μέχρι να ξημερώσει
ώσπου να κοιμηθεί όλος ο κόσμος
και να μείνεις μόνος σου
Καθόσουν στο παγκάκι της πλατείας ώσπου να ξημερώσει
κρατούσες συντροφιά στη γειτονιά
για να ανπληρώσεις τα χρόνια που θα 'λειπες
το δάκρυ σου έδινε ζωή
τώρα έφυγες κι ο θάνατος θερίζει

Μόνο η γυναίκα στο παράθυρο έμεινε
περιμένει να σε δει να διαβαίνεις τους ίδιους δρόμους.
Προσμένει και έμεινε να δακρύζει στη θέση σου
Έφυγες και μονομιάς σβήστηκαν όλες οι μνήμες σου
Όσοι έμειναν πίσω όμως θυμούνται κι ελπίζουν

Φαίδρα



4 Γιάννης Ρίτσος
Ο τόπος μας



Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας


Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας-
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά .Του παππουλή  τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα-
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.





 5  ΕΠΤΑΛΟΦΗ  ΠΟΛΗ


Πλοίο χωρίς επιστροφή

Πλοίο χωρίς επιστροφή, με τέρμα μια πόλη μακρινή
όχι μια πόλη σαν κι αυτή, ερωτική, πληθωρική, αινιγματική.
Μυρωδιές και ήχους καρτερώ,
εικόνες και αναμνήσεις νοσταλγώ.
Οι μνήμες στοιχειώνουν τον ύπνο μου.
Ανέμελα χρόνια χαράς ζωγραφίζουν το όνειρο μου.
Η μοναξιά με ταξιδεύει πίσω στο σπιτικό μου.
Το άρωμα της κανέλας
δεν το μυρίζω,
από τα παραθυρόφυλλα τις ρόδινες τις πινελιές του ήλιου
στο καβαλέτο του ουρανού
δεν αντικρίζω,
το άγιο το νερό του Βοσπόρου δεν το αγγίζω.
Μου λείπει ο νοτιάς που φύσαγε το γιόμα
τα χρυσοκίτρινα τα φύλλα του πλατάνου
που στολίζανε το άγιο τούτο χώμα,
η ευωδιά του βασιλικού, μανδύας που την πόλη στα δεσμά του τύλιγε σφιχτά.
Ο τρούλος της Αγια Σοφιάς αχνή οπτασία, καημός.
Η θλίψη μου παρηγοριά
σημάδι άφαντης ελπίδας
χαραγμένη πληγή μιας απρόσμενης νύχτας.
Σε μονοπάτια πια άγνωστα βαδίζω
Σαν λείπει η πνοή της, κάθε παλιά στιγμή ξέρω πως δεν θα ζήσω.
Δάκρυα λύπης με πλημμυρίζουν.
Είναι αυτά που τη μαγεία της πόλης μου θυμίζουν
αυτά που τις ψυχιές σιωπηλά θρηνούνε
και που την άβυσσο, το δώρο του πολέμου, το μισούνε.
Ελπίζω το χρόνο γιατρό.
Όχι τον πόνο οδηγό...

Αλκμήνη



6 Μανόλης Αναγνωστάκης
[Δρόμοι παλιοί]


Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε)


7 Στην πόλη μας

Ι



Όχι μόνον δρόμοι και σπίτια,

όχι δένδρα, πλατείες και πάρκα
ούτε καν μυρουδιές και ήχοι

Αλλά αισθήματα
κυρίως αισθήματα και μόχθος
και πείσμα
και χαμόγελα που υπόσχονται
Αγάπη

Ίσως γι αυτό να σε χαρακτηρίζουν 
Ερωτική

Γ
8 Η αγάπη







Η αγάπη εν πολλά ψηλά

ση γη κεν, σα ρασία
Η αγάπη εν πολλά ψηλά
σα μάτια σ, συ καρδία μ
Η αγάπη εν πολλά ψηλά
σον Πόντον, συ πατρίδα μ.

Σείριος
9 Σοφοκλής Αντιγόνη



[ Έρως ανίκατε μάχαν ]

Έρως ανίκατε μάχαν,
Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις,
ός εν μαλακαίς παρειαίς
νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτάς δ' υπερπόντιος
εν τ' αγρονόμοις αυλαίς·



"Έρωτα ακαταμάχητε εσύ που ξενυχτίζεις
στου κοριτσιού τα μάγουλα, εσύ που αιχμαλωτίζεις
ως και τον πλούσιο άνθρωπο, και στις καλύβες μπαίνεις,
και θάλασσα διαβαίνεις και θάλασσα περνάς!

Κι ούτε κανείς αθάνατος εγλύτωσε από σένα
ούτ΄ άνθρωπον εφήμερο δεν άφησες κανένα.
Εσύ που είσαι το λούλουδο ζωής τυραννισμένης
εσύ που ξετρελαίνεις εκείνον που κρατάς!

Εσύ και δίκαιον άνθρωπο σπρώχνεις στην αδικία
εσύ και τώρα εσήκωσες τέτοια φιλονικία.
Κι ο πόθος κόρης όμορφης πιά βασιλεύει ακόμη
παρά οι μεγάλοι νόμοι που εδώσαν οι θεοί.
μετάφραση Κωνσταντίνου Μάνου

10 Κική Δημουλά
Ο Πληθυντικός αριθμός


 Ο έρωτας , όνομα ουσιαστικόν



Ο έρωτας ,
όνομα ουσιαστικόν
 ,
πολύ ουσιαστικόν ,
ενικού αριθμού ,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού ,
γένους ανυπεράσπιστου .
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες .

Ο φόβος ,
όνομα ουσιαστικόν ,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός :
οι φόβοι .
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα .

Η μνήμη ,
κύριο όνομα των θλίψεων ,
ενικού αριθμού ,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη .
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη .

 νύχτα ,
όνομα ουσιαστικόν ,
γένους θηλυκού ,
ενικός αριθμός .
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες .
Οι νύχτες από δω και πέρα .



11 Στην πόλη μας
ΙΙ


Χαμένη απ΄την αγκαλιά σου



Χαμένη
μέσα σε γνωστούς δρόμους
που σκληρά με διώχνουν
σαν άγνωστη

Μέσα στις πολλές καλημέρες
και τα "πώς είστε"
κι αυτό το αφόρητο
"γιατί χαθήκαμε"

Χαμένη
μέσα στους ρυθμούς σου 
και τη δουλειά
και το "τρέξε να προλάβεις"



Χαμένη
απ΄την αγκαλιά σου
γιατί
φταίω κι εγώ


12 Μ. Πολυδούρη
Κοντά σου



ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός




Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μεσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.


13 Μακριά σου


απομεινάρια ζωής ηχηρής

Μακριά σου η αγάπη δεν μ' αγγίζει
μα βλέπω τη σκιά που λικνίζεται
σαν πειρασμός γυροφέρνει προκλητικά
ξυπνά ανμνήσεις και με περιπαίζει
η μελαγχολική αύρα της
σαν φάντασμα μ' έχει στοιχειώσει


Μακριά σου η ζωή δε γελά
αχνοφαίνεται ένα θλιμμένο χαμόγελο
τα δάκρια μουσκεύουν τη χαρά μου.
Τώρα το βαρύ βήμα σου δε σπάει τη σιωπή
μόνο απολιθώματα ευτυχίας στολίζουν το πάτωμα
απομεινάρια ζωής ηχηρής

Μακριά σου
ο ήλιος είναι θαμπός
το τριαντάφυλλο είναι άοσμο
τα χελιδόνια είναι παράφωνα

Σκοτεινό δωμάτιο
Σβησμένο κερί
Βρεγμένο σεντόνι
Παράνοια
Θρύψαλα μοναξιάς σκορπισμένα παντού
Εικόνες εγκατάλειψης
Εικόνες εξαθλίωσης
Εικόνες ... Μακριά σου
Φαίδρα



14 Εγκλωβισμένοι στα δεσμά της χίμαιρας




Σκουριασμένα όνειρα,
απωθημένα πίσω απ' τα κάγκελα που έχουν στήσει για τον καθένα.
Τροχοί είμαστε όλοι του συστήματος,
υποβοηθούμε την αυθαιρεσία,
υποκύπτουμε στην πίεση.



Ζήσε στην υγρασία της δικής σου φυλακής
κατατρόπωσε ακούσια το παραμικρό ίχνος συναισθήματος.
Ερωτεύσου τελικά μέσα απ' το κελί σου μια οθόνη,
μίλα σε μια εικόνα ,
αγκάλιασε μια ουτοπία,
ονειρέψου ένα ψέμα.

Τουλάχιστον αυτή η ψευδαίσθηση είναι η μόνη που σου δίνει δύναμη
τώρα που η φτηνή πραγματικότητα συνέχεια επιδιώκει να σε καταδιώκει.
Τώρα που οι γύρω επιπλέουν στη δική τους επιφάνεια.
Τώρα που οι άνθρωποι έχουν γίνει πουλιά μοναχικά που χάνονται
ξάφνου στον ορίζοντα.
 Τώρα που καλείσαι να λύσεις μόνος τις αλυσίδες σου..

Νεφέλη



15 Οδ. Ελύτης     
Μονόγραμμα


ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά --κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "έ"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία πού το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι , το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.



16 Η Σονάτα του Σεληνόφωτος Γ. Ρίτσος



Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία


Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους πρέπει
Να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι-
Την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου
Την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και τη γροθιά της
Την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της
Με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
Με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατιά μας,-
Ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
Να μην ακούω πια τα βήματά σου
Μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα



Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Πόλις




Η πόλις θα σε ακολουθεί

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.