Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Συνομιλία με τα "ενδύματα" του Καβάφη


Ενδύματα

Mέσα σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
      Τα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
      Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
      Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ' ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
      Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
      Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ' εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)




Συνομιλώντας με τα
«Ενδύματα» του Κ. Π. Καβάφη



Ο χειμώνας ξεκίνησε
Τα φύλλα κουρασμένα τριγυρνούν μέσα στους δρόμους
αναζητώντας μια φωτιά για να ζεσταθούν
Το κρύο διαπερνά τη σάρκα των ανθρώπων
που νυσταγμένοι κοιτούν τη συννεφιά από το παράθυρό τους

Πάντα δυσανασχετούσα με το χρώμα μου
Δεν ακτινοβολούσε ποτέ
παρά μόνο στόλιζε τα γυμνά κορμιά με στενοχώρια
Ήταν μουντό και δύστροπο
κατάλληλα διαμορφωμένο για να προσδίδει
μια αίσθηση πένθους στην ατμόσφαιρα.
Όμως δεν παραπονέθηκα ποτέ.
Ανεχόμουν τα υποκριτικά βλέμματα
και τα δήθεν χαμόγελα
Ώσπου μια μέρα γιορτινή
κόπηκα στα δύο

Η μονοτονία του χρώματός μου χάθηκε
και το κυρίαρχο μαύρο
κλειδώθηκε και πάλι στο σεντούκι της καρδιάς

                                                             Σούζυ



Κυανές σκέψεις


Μείναμε εγκλωβισμένα
Στην εβένινη αυτή φυλακή μας
Προσμένοντας να μπουν δυο ηλιαχτίδες
Κι ένα κουρασμένο βλέμμα
Να μας κοιτάξει με νοσταλγία

Το κυανό μας χρώμα το ξεθώριασε
Ο εγκλεισμός
Δε λάμπει, γιατί δεν κυματίζει στο αεράκι
Γιατί δεν αντλεί ζωή από νεανικό κορμί
Γιατί θάφτηκε μαζί με αναμνήσεις

Γι άλλα ήμαστε φτιαγμένα εμείς.
                                               Γ





ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΟΥΛΟΥ

 

Κλεισμένο σε μπαούλα
Μία στο ένα
Μία στο άλλο
Μία τάχα φορεμένο
Πάνω σε σώματα
Δήθεν χαρούμενα

Έχω έναν ίλιγγο
Στα δαντελένια μου υφάσματα
Οι γιορτές παλιών καιρών
Δεν με χωράνε πλέον
Έχω μια άνοιξη
Στο χρώμα το βελούδινο
Το σκοτάδι αυτό
Δεν με αντέχει.

Φοβάμαι.
Οι κλωστές μου τεντώνονται
Και τα κουρασμένα πρόσωπα της γης
Ακόμη κοιμούνται
Αρχίζει να διαλύεται το τούλι στο κάτω μέρος
Σκορπάω
Άθελά του ο κόσμος
Θα γεμίσει από εμένα.

                               Α.Κ.



Ερωτικό


Ζηλεύω τα  άλλα
Κι ας είναι κλεισμένα στο συρτάρι
Εκεί φυλάσσονται ως ακριβά κειμήλια
Μην καταστραφούν, μην ξεθωριάσουν.
Έπρεπε κι εγώ νάμαι μαζί τους
Κι όχι να σέρνομαι
Συνώνυμο της παρακμής και της δυστυχίας
Από γωνιά σε γωνιά
Κουβαλώντας πίκρα κι απελπισία
Γιατί, η γλυκιά του η ματιά
Τ’ άλλα χαϊδεύει
Σαν ανοίγει νοσταλγικά το συρτάρι
                                        Γ