Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Η πολύχρωμη ντουλάπα


Παραμύθι αρχινώ
Τι θα θέλατε να  πω;
Μήπως για μία κοπέλα
Πούχε όμορφα καπέλα
Ή για τ’ αρχοντόπουλο
 που είναι σαν κοτόπουλο;
Ή για μία μαύρη γάτα
 που φορούσε ροζ γραβάτα;

Μια φορά κι έναν καιρό
Σ’ ένα μακρινό χωριό


Μια μέρα απ’ αυτές που όλα τα παιδιά πετάνε χαρταετούς, ο Φτωχογιάννης έμεινε και πάλι μόνος. Τα άλλα παιδιά πήραν τους χαρταετούς τους κι έφυγαν, χωρίς να του πουν κι αυτού να πάει μαζί τους. Δεν τον ήθελαν στην παρέα τους, γιατί η οικογένειά του ήταν φτωχή. Δεν του έλεγαν όμως την αλήθεια και εύρισκαν ένα σωρό δικαιολογίες για να τον αποφεύγουν.



 Ξεκίνησε λοιπόν κι ο Φτωχογιάννης  να πετάξει μόνος του το χαρταετό του. Δίνει μια, δίνει δυο και ο χαρταετός σηκώθηκε πολύ ψηλά. Χαρούμενος , τον καμάρωνε, ώσπου ένας δυνατός αέρας τον παρέσυρε και τον πέταξε με δύναμη μακριά, πάνω σε ένα ψηλό δέντρο που ακουμπούσε στη στέγη ενός παράξενου σπιτιού. Τρέχει ο Φτωχογιάννης  για να πάρει τον χαρταετό του και θαμπώνεται!
-Τι παράξενο σπίτι, τι πολύχρωμοι οι τοίχοι του, τι όμορφος ο κήπος του γεμάτος με πολύχρωμα λουλούδια, είπε κι αποφάσισε να ανεβεί στη στέγη του σπιτιού για να φτάσει το χαρταετό του. Μα σαν σκαρφάλωσε εκεί ψηλά, γκτουπ! Γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο σπίτι!
Μόλις συνήλθε απ’ την τρομάρα του γύρισε τα μάτια του και είδε ένα σωρό πολύχρωμα πράγματα, σπασμένα. Σπασμένα βάζα, σπασμένα τραπέζια και καρέκλες  και στο βάθος μια σπασμένη ντουλάπα. Κάνει να ανοίξει την πόρτα της ντουλάπας και αμέσως ξεχύθηκε  ένα πολύχρωμο φως τόσο δυνατό που  αναγκάστηκε να κλείσει αμέσως τα μάτια του.  Όταν τα ξανάνοιξε κατάλαβε ότι είχε βρεθεί σ’ έναν άλλον κόσμο.
Αυτός ο κόσμος ήταν πολύ όμορφος και πολύχρωμος. Όλα τα σπίτια , αλλά και όλα τα πράγματα είχαν σχήμα και γεύση ζαχαρωτού. Ό, τι καλό και χρήσιμο μπορεί να φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου υπήρχε σ’ αυτόν τον κόσμο.
 Ξαφνικά, άκουσε φωνές! Πρόσεξε τότε πολλά μικρά ανθρωπάκια που πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο Φτωχογιάννης  μπήκε ανάμεσά τους να τα χωρίσει.
-Πρέπει να ντρέπεστε, τους φώναξε. Έχετε έναν τόσο όμορφο κόσμο, με όλα τα καλά που χωράει ο νους και πολεμάτε μεταξύ σας;
Ντράπηκαν τότε τα ανθρωπάκια, τρόμαξαν σαν άκουσαν την αλήθεια από το στόμα του Φτωχογιάννης , σταμάτησαν τον πόλεμο κι έτρεξαν να κρυφτούν στα ζαχαρένια σπίτια τους. Μα ο Φτωχογιάννης  τα φώναξε να βγουν έξω. Διηγήθηκε την ιστορία του και το πώς έφτασε στον κόσμο τους. Τότε ήρθε κι ο βασιλιάς




-Θέλω να σε ευχαριστήσω, είπε στο Φτωχογιάννη, που σταμάτησες τον πόλεμο. Για το καλό που έκανες θα σου πραγματοποιήσω τρεις ευχές. Ο Φτωχογιάννης  δεν έχασε χρόνο και ξεκίνησε . Σκέφτηκε τα παιδιά που του έλεγαν συνέχεια ψέματα για να τον αποφύγουν και είπε:
-Θέλω όλοι οι άνθρωποι να λένε πάντα την αλήθεια.
Μετά σκέφτηκε τους γονείς του, που έψαχναν να βρουν δουλειά και είπε:
-Θέλω οι γονείς μου, αλλά και όλοι οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν , να βρουν αμέσως δουλειά.
Έπειτα σκέφτηκε το πόσο μόνος ήταν και είπε:
-Θέλω να έχω φίλους.
Οι ευχές σου θα γίνουν πραγματικότητα, είπε ο βασιλιάς και κίνησε να φύγει.
- Χαρούμενος ο Φτωχογιάννης  τον ρώτησε πώς θα γυρίσει πίσω.
-Χρησιμοποίησες όλες σου τις ευχές, απάντησε ο βασιλιάς, μα δε ζήτησες να γυρίσεις στον κόσμο σου. Δεν μπορείς επομένως να φύγεις.
Ο Φτωχογιάννης  στενοχωρήθηκε πολύ και κάθισε παράμερα για να σκεφτεί τι θα κάνει. Τότε τον πλησίασε ένα από τα ανθρωπάκια και του είπε:
-Άκουσα με προσοχή την ιστορία σου και  καταλαβαίνω τη στενοχώρια σου. Γιατί κι εγώ πριν έρθω εδώ, ήμουν άνθρωπος. Κι εγώ ζούσα μες στη στενοχώρια επειδή δεν με έκανε κανένας παρέα. Όλοι με φώναζαν άσχημο! Κι εγώ μπήκα στο πολύχρωμο σπίτι και άνοιξα τη σπασμένη ντουλάπα. Μόλις ήρθα σε αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο, μου άρεσε τόσο πολύ , που είπα πως δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Τότε ο βασιλιάς ευχαριστημένος από την προτίμηση που έδειξα στον κόσμο του, μου έδωσε το δικαίωμα να κάνω τρεις ευχές .Κι εγώ του ζήτησα μόνο μία:
 -Όταν θέλω να πηγαίνω να βλέπω τους γονείς μου.
Τις άλλες δύο ευχές δεν τις χρησιμοποίησα. Έτσι λέω,  επειδή μας βοήθησες πολύ κάνοντάς μας να σταματήσουμε τον πόλεμο, να σε βοηθήσω κι εγώ με τη σειρά μου.
-Εύχομαι, ο Φτωχογιάννης  να επιστρέψει στον κόσμο του και στην οικογένειά του, φώναξε και ο Φτωχογιάννης  βρέθηκε με μιας στην αυλή του σπιτιού του. Εκεί άρχισε να αναζητά τους γονείς του για να τους διηγηθεί την ιστορία του, μα μια γειτόνισσα του είπε πως λείπουν και οι δυο, στη δουλειά
Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξή του φάνηκαν τα άλλα τα παιδιά να  έρχονται προς το μέρος του κρατώντας το χαρταετό του .
- Φτωχογιάννη, αυτός δεν είναι ο χαρταετός σου; Τον βρήκαμε κρεμασμένο σε ένα ψηλό δένδρο , του είπαν. Τον κατεβάσαμε και σου τον φέραμε γιατί σκεφτήκαμε πως θα στενοχωρήθηκες που τον έχασες.
Κι έτσι ο Φτωχογιάννης , με φίλους σ’ αυτόν αλλά και στον άλλον , τον πολύχρωμο κόσμο, έζησε καλά κι εμείς καλύτερα. 
                                                                                                                               Σοφία