Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Τα τρία αδέρφια και η χρυσή ντουλάπα



Παραμύθια κουτορνίθια
Ώρα για να πούμε τώρα
Παραμύθια με αλήθεια
Μακριά από τη μπόρα
Παραμύθια βρε, βοήθεια
Πάμε για τη μαύρη χώρα
Παραμύθια μες στα στήθια
Τώρα, έφτασε η ώρα



Μετά την δημιουργία του κόσμου και πριν από το τέλος του, σε ένα τόπο αλλού και μακριά από εδώ, σ’ ένα φτωχικό σπίτι ζούσε η οικογένεια Αξιοσημείωτη

Η δόξα της ήταν μεγάλη, τα ψωμιά όμως που είχε να ταΐσει τα παιδιά της ήταν λίγα. Μπορεί να είχε δύναμη σε χρόνους περασμένους, μα ο κύριος Αξιοσημείωτος κατάφερε να τα κάνει μαντάρα στου δάσους την αντάρα. Όλη τους η περιουσία πλέον ήταν ένα φτωχικό σ’ ένα χωριό στην άκρη του δάσους. Η μαμά Αξιοσημείωτη φώναζε και έσκουζε στον πατέρα να κάνει κάτι, να φέρει φαΐ στο σπίτι για να ζήσουν τα τρία παιδιά τους.

Τα τρία παιδιά τους, ο Μεγάλος, ο Μεσαίος, και ο Μικρός, δεν ήταν αυτό που λέμε ‘‘αγαπημένα’’ αδέρφια. Μάλωναν συνέχεια ακόμα και για το ποιος θα περάσει πρώτος την πόρτα. Ο Μικρός περνούσε πάντα τελευταίος και όλο τον κορόιδευαν τα μεγάλα αδέρφια του και όλο έκλαιγε ο καημενούλης και φώναζε τη μαμά του. Τα παιδιά λοιπόν που δεν ήταν και πολύ φρόνιμα, έκαναν πολλές ζημιές στο σπίτι και πάντα έλεγαν ότι φταίει ο Μικρός που όλο την πλήρωνε και όλο έκλαιγε και όλο φώναζε. Μια μέρα λοιπόν, μην έχοντας τι άλλο να κάνει η μαμά Αξιοσημείωτη, γιατί της έσπασαν το καλό το σερβίτσιο, τον κλείδωσε μόνο του στο σκοτεινό υπόγειο για τιμωρία.

Μπορείτε να μαντέψτε την πρώτη αντίδραση του Μικρού; ….
Ναι! Έκλαιγε. Όμως γρήγορα κατάλαβε ότι κανένας δεν τον άκουγε.
Έκατσε κι αυτός σε μια γωνία και αφού πέρασε καμιά ώρα άρχισε να το βρίσκει ενδιαφέρον που ήταν μόνος του στο υπόγειο, γιατί ποτέ μέχρι τώρα οι γονείς τους δεν άφηναν τα παιδιά να κατεβαίνουν εκεί κάτω. Αυτό σήμαινε ότι τα αδέρφια του δεν είχαν πάει ποτέ εκεί, άρα μπήκε αυτός για πρώτη φορά. Θα μπορούσε λοιπόν σαν έβγαινε να υπερηφανεύεται μπροστά στα  αδέρφια του γιατί κι αυτός, επιτέλους,  θα ήξερε πράγματα που εκείνα ποτέ τους δεν είχαν δει.

Στο υπόγειο υπήρχε όλη η ιστορία των προγόνων του, από πάππου προς πάππου. Το τι δε βρήκε εκεί μέσα, από μάλλινα πουλόβερ έως και μια χρυσή ντουλάπα. Όπα! Μια χρυσή ντουλάπα; Τι δουλειά έχει στο υπόγειο;
Όπως ξέρετε τα μικρά παιδιά είναι περίεργα, πόσο μάλλον ο Μικρός! Αυτός βέβαια,  μπορεί να ήταν περίεργος, αλλά είχε και χρυσή καρδιά, σαν το χρώμα της ντουλάπας. Δεν έχασε λοιπόν χρόνο και πήγε να την ανοίξει. Με το που την ακούμπησε όμως, η ντουλάπα άρχισε να αστράφτει όλο και περισσότερο και να γίνεται πιο χρυσή και από χρυσή!

Το αστραφτερό φως λοιπόν που έβγαζε η ντουλάπα τύλιξε το  Μικρό και τον πήγε σε έναν άλλο κόσμο, κόσμο φανταστικό! Εκεί όλα ήταν υπέροχα, τα χρώματα ήταν φανταχτερά και πολύ-πολύ φωτεινά. Όλα ήταν τόσο όμορφα κι ο Μικρός άρχισε να τρέχει από δω κι από κει για να τα δει και να τα θαυμάσει . Έτσι μέσα σε λίγη ώρα  είχε κάνει φίλους του όλα τα ζώα, τον Κούδο τον Αρκούδο, τον Άστορα τον κάστορα, τον Ύκο τον λύκο, την Επού την αλεπού, και το Ίδι το φίδι. Ο Κούδος, ο Άστορας, ο Ύκος και η Επού  έλεγαν στον μικρό να μην κάνει παρέα με το Ίδι το φίδι, γιατί ήταν πονηρό, μα ο Μικρός με τη χρυσή καρδιά δεν μπορούσε να αφήνει μόνο του το Ίδι το Φίδι.


Μια μέρα λοιπόν το Ίδι το φίδι, έβαλε τον Μικρό σε ένα καζάνι τάχα, για να τον κάνει μπάνιο. Άρχισε όμως να ρίχνει μέσα, κρεμμυδάκι, καροτάκι, πατατούλες, ρυζάκι και αλατάκι!
Ακριβώς, τον μαγείρευε για βραδινό, μα ο Μικρός με την τόσο καλή καρδιά του δεν κατάλαβε τι του …μαγείρευε το φίδι. Ευτυχώς όμως, ο Κούδος, ο Άστορας, ο Ύκος και η Επού έμαθαν το τι έκανε το φίδι και πήγαν για να σώσουν τον Μικρούλη. Οργάνωσαν ολόκληρο σχέδιο: Έβαλαν την Επού, να απασχολήσει τον Ίδη μέχρι να σώσουν οι υπόλοιποι τον Μικρό.  Τον έβγαλαν λοιπόν απ’ το καζάνι,  μα ήξεραν καλά ότι το φίδι δεν θα το ξεχνούσε ποτέ αυτό και πως ο Μικρός κινδυνεύει στο δάσος από το φίδι και το κάθε φίδι, και αποφάσισαν να αποχαιρετήσουν το φίλο τους και να τον αφήσουν να γυρίσει ξανά στο σπίτι του.
Με το που βρέθηκε ο Μικρός ξανά στο υπόγειο, κατέβηκε και η μαμά Αξιοσημείωτη και του είπε ότι μπορεί να πάει να παίξει με τα αδέρφια του. Αυτός άλλο που δεν ήθελε, έτρεξε αμέσως και τους τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι! Εκείνα άρχισαν να ζηλεύουν τόσο πολύ για αυτή την περιπέτεια του Μικρού που θέλησαν να δοκιμάσουν και εκείνα. Μεταξύ μας, δεν τον είχαν πολυπιστέψει  και θέλησαν να δουν άμα τους έλεγε αλήθεια. Είχαν δεν είχαν , άρχισαν να σπάνε ό, τι έβρισκαν στο σπίτι τους. Η μαμά Αξιοσημείωτη άκουσε το θόρυβο και έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Έπιασε τα δύο παιδιά της και τα έκλεισε στο υπόγειο!

Η ντουλάπα δεν άργησε να φανεί, ολόχρυση και λαμπερή, όπως την είχε περιγράψει ο Μικρός. Αμέσως την άνοιξαν και μπαμ! Εξαφανίστηκαν.

Όταν ο Μεσαίος άνοιξε τα μάτια του είδε έναν τόπο χωρίς καθόλου χρώματα. Υπήρχαν μόνο φωτιές, πέτρες, και άνθρωποι άσχημοι, που δούλευαν ασταμάτητα! Τρόμαξε τόσο πολύ που  έκατσε σε μια γωνιά και άρχισε να κλαίει. Τότε δύο φρουροί τον άκουσαν και έτρεξαν και τον έπιασαν. Τον έβαλαν κι αυτόν να δουλεύει και να σπάει πέτρες. Δούλευε ασταμάτητα και έκλαιγε δυνατά και ζητούσε να γυρίσει πίσω, μα κανένας δεν τον άκουγε. Προσπάθησε μια στιγμή να το σκάσει κι άρχισε να τρέχει, να τρέχει και να τρέχει για να βρει κάποια διέξοδο. Όμως,  χωρίς να το καταλαβαίνει έμπαινε πιο βαθιά στον άσχημο αυτό κόσμο. Δεν μπορούσε μήτε να κλάψει γιατί ήξερε ότι αν άρχιζε να κλαίει, θα τον βρίσκανε. Περπατούσε και περπατούσε και τελειωμό δεν είχε το περπάτημά του, λες κι ο δρόμος αυτός δεν τελείωνε πουθενά.

Σε μια στιγμή σκέφτηκε τον αδελφό του το Μικρό, που θα στενοχωριόταν μόνος του. Τότε λίγα βήματα παρακάτω έλαμψε ένα φως που τον τράβηξε μέσα του και τον γύρισε στο σπίτι του. Δεν ήταν όμως ο ίδιος. Ένιωθε πολύ  αλλαγμένος από αυτή του την περιπέτεια.


Παρόμοια (και μπορεί και χειρότερη) τύχη είχε και ο Μεγάλος. Αυτός βρέθηκε στη μέση του πουθενά! Το μόνο που έβλεπε γύρω του ήταν ένα πηχτό μαύρο σκοτάδι. Φοβήθηκε, δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί ενώ γνώριζε πως ήταν μέρα , αυτή η μέρα έμοιαζε με νύχτα. Μα δε φοβήθηκε μόνον για τον εαυτό του αλλά και για τον αδερφό του. Πού να βρίσκεται ο Μεσαίος που είναι και φοβητσιάρης και κλαψιάρης σκέφτηκε. Τότε κατάλαβε πως το σκοτάδι ελαττώθηκε ή ότι τα μάτια του είχαν αρχίσει να συνηθίζουν, και ξεχώρισε τα δέντρα του δάσους που ήτανε δίπλα από το χωριό του. Όμως, όλα ήταν ανάποδα, τα φύλλα του δέντρου ήταν μαύρα, ο ήλιος ήταν σκούρος μπλε, όλα αντίθετα, ακόμα και οι άνθρωποι.

Θυμήθηκε πως στην άκρη του χωριού του ζούσε μια καλή γριούλα. Σε αυτήν θα πήγαινε για να τον βοηθήσει να πάει σπίτι του. Όμως μόλις αυτή τον είδε άρχισε να του φωνάζει και να του ζητάει πίσω όλα τα χαρτζιλίκια που του είχε δώσει. Πέρασε έξω από το μπακάλικο, που ο μπακάλης πάντα του έδινε μία καραμέλα, αλλά εκείνος άρχισε να του ζητάει πίσω όλες τις καραμέλες που του είχε δώσει. Ο Μεγάλος άρχισε να υποψιάζεται τι συμβαίνει και σκέφτηκε να πάει στον πιο κακό άνθρωπο του χωριού για να ζητήσει βοήθεια. Πήγε και βρήκε τον κυρ- Κακό, κι αυτός τον πήρε μέσα στο σπίτι του και του έκανε ένα ζεστό τσάι . Μετά πήραν μαζί το δρόμο για το σπίτι του Μεγάλου. Δύσκολος δρόμος γιατί όπου πριν υπήρχε βουναλάκι τώρα στη θέση του ήταν χαντάκι και το μικρό ποτάμι κυλούσε ανάποδα τα νερά του.
-Ευτυχώς με οδηγεί ο κυρ- Κακός, σκέφτηκε. Μόνος μου δεν θα τα έβγαζα πέρα με τόσες παγίδες! Μόλις γυρίσω στο σπίτι μας θα αγκαλιάσω το Μικρό που θα είναι μόνος του στην αυλή μας. Μετά, οι δυο μαζί θα ψάξουμε το Μεσαίο μας.
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τα αδέρφια του δεύτερη φορά και ξημέρωσε! Όλα έγιναν τόσο κανονικά,  που ο κυρ- Κακός άρχισε να φωνάζει και να θυμώνει στο Μεγάλο. Εκείνον όμως δεν τον ένοιαζε,  ξέφυγε γρήγορα κι έτρεξε στο σπίτι του, αφού τώρα πια ήξερε καλά το δρόμο. Βρήκε τ’ αδέρφια του να τον περιμένουν όλο αγωνία.

Από τότε τα παιδιά άλλαξαν, δε μάλωναν πια, και έπαιζαν όλα μαζί ευτυχισμένα. Αν κάποτε λοιπόν, κάποια φορά βρεθείτε σ’ αυτό το δάσος, ίσως βρείτε αυτή τη χρυσή ντουλάπα.
Γιατί ούτε κι εγώ μαρτύρησα σε κανέναν ότι υπάρχει, ούτε τα τρία αδέρφια , που έζησαν αγαπημένα πολύ καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα

 Λευτέρης