Σε χρόνους αλλοτινούς και περασμένους,
σε μια πολιτεία ξεχασμένη, σβησμένη τώρα πια από τον χάρτη, ζούσε μια γυναίκα λυγερή κι ωραία. Οι χωριανές καλότυχη τη λέγανε γιατί αν και χήρα, είχε πλούτη αμύθητα και παιδιά δέκα που όμοιά τους δεν υπήρχαν σ’ όλον τον ντουνιά. Εννιά γιους γερούς και δυνατούς σαν ταύρους, με μαύρα μαλλιά σαν τη νυχτιά, άφοβους κι ανδρείους σαν λιοντάρια. Απ’ αυτούς ξεχώριζε ο μεγαλύτερος απ’ όλα τα παιδιά της σε ηλικία ο Κωνσταντής. Ήταν ομορφότερος δυνατότερος και σοφότερος απ’ όλα τ’ αδέρφια του μαζί. Επίσης ήταν δίκαιος τίμιος και εργατικός γι αυτό και τον εκτιμούσε το χωριό κι ήταν κι αρχηγός της οικογένειας. Τέλος είχε και μια κόρη μονάκριβη, αγγελοκαμωμένη, λευκή σαν το χιόνι, με ολόξανθα μαλλιά και χρυσά μάτια φωτεινά σαν τον ήλιο, την Αρετή. Καλοσυνάτη κι ευγενική γλυκιά σαν την αυγή, με το χαμόγελό της να σκορπά χαρά στον κόσμο.
Απ’ άκρη σ’ άκρη
τραγουδούσαν για τις χάρες της Αρετής,
μα ελάχιστοι την είχαν δει, γιατί η μάνα κρατούσε την Αρετή κλεισμένη στο
σπίτι, από το φόβο μιας προφητείας παλιάς, μιας γριάς μάντισσας, που όταν η
Αρετή γεννήθηκε είπε πως αν και θα ‘χε του κόσμου όλες τις χάρες αν έβγαινε απ’
το σπίτι θανατικό μεγάλο θ’ απλωνόταν γύρω της. Η μάνα η δύστυχη κρατούσε το
μυστικό αυτό εφτασφράγιστο, καλά κλειδωμένο στην καρδιά της, βαθειά μέσα της,
γιατί αν το μάθαινε το χωριό, μπορεί να έκανε κακό στην Αρετή ή και να την
έδιωχνε. Η ερμηνεία που έδινε στην προφητεία ήταν πως το θανατικό θα ξεκινούσε
αν την έβλεπαν τα παλικάρια του χωριού. Πού να ‘ξερε όμως η δόλια η μάνα η
καψερή τι θ’ ακολουθούσε…
Έτσι είκοσι χρόνια πέρασαν κι η καημένη
η Αρετούλα μηδέ τη μέρα είδε μηδέ το φως του ήλιουα. Μόνο το φως της χλωμής
σελήνης της κρατούσε συντροφιά τα βράδια, που την άφηναν να βγαίνει, μόνο στον
κήπο του σπιτιού της. Τόσο μόνη ένιωθε που άρχισε ν’ ακούει μια φωνή παλικαριού
να της μιλάει. Στην αρχή εκείνη έκανε πως δεν την άκουγε μα έπειτα αναγκάστηκε
να υποκύψει στα παιχνίδια του μυαλού της και έτσι άρχισε να κουβεντιάζει μαζί
της για να νικήσει τη μοναξιά της.
Μια μέρα η Αρετή αρρώστησε βαριά
και δεν μπορούσε να κουνηθεί απ’ το κρεβάτι. Χλόμιασε και ήταν παγωμένη και
ακίνητη λες και ο θάνατος είχε απλώσει τα χέρια του απάνω της. Ο Κωνσταντής που
την υπεραγαπούσε και την ήξερε καλύτερα απ’ όλους κατάλαβε πως το πρόβλημα της
ήταν οι γκρίζοι τοίχοι του σπιτιού, που την κρατούσαν φυλακισμένη και της
στερούσαν τον καθαρό αέρα, τις μυρωδιές του δάσους και της φύσης, τον ήχο των
τρεχούμενων νερών των ποταμιών, τους φίλους και όλα τα όμορφα πράγματα που
μπορεί κανείς να δει στον έξω κόσμο. Γι αυτό και συγκάλεσε συμβούλιο
οικογενειακό για τη μοίρα της κόρης.
Πρώτος μιλάει ο Κωνσταντής και
λέει :
-Αδέρφια μου αγαπημένα, μάνα μου
μοναδική, η Αρετή ψυχορραγεί, σαν τριαντάφυλλο ευωδιαστό που καίγεται απ’ το
ξαφνικό χιόνι του Μαρτιού. Εμείς της ρίξαμε το χιόνι της φυλακής της και την κάψαμε.
Αν δε βγει έξω θα πεθάνει και θα χαθεί σαν σκόνη στον άνεμο. Ήρθε η ώρα να
επανορθώσουμε και να την αφήσουμε να βγει επιτέλους απ’ το σπίτι.
-Τι είναι αυτά που λες Κωνσταντή
μου, του λέει η μάνα με τρόμο. Κι η προφητεία; Αν η προφητεία βγει αληθινή τότε
τι θα κάνουμε; Δε νομίζω να θες να πεθάνουν όλα τα παλικάρια του χωριού
εξαιτίας της Αρετής και της δικής μας απερισκεψίας.
-Ναι, αλλά αν την παντρέψουμε
νωρίς, μονομαχίες δε θα γίνουν κι έτσι εμείς κύριοι της μοίρας θα γίνουμε και
το θανατικό θ’ αποτραπεί. Κανείς δεν θα πεθάνει αν πράξουμε σωστά.
-Κωνσταντή μου αγαπημένε, ξέρω
πως σοφία έχεις περίσσια, μα μην ξεχνάς πως ότι γράφει δεν ξεγράφει. Δεν ξέρουμε αν τα λόγια της προφητείας τα εξηγήσαμε
σωστά. Αυτό που με κάνει να τρέμω περισσότερο είναι μην πάθει κακό η ίδια ή, αύριο,
τα παιδιά της, του απαντά η μάνα γεμάτη
αμφιβολίες.
-Τότε μανούλα μου όρκο ιερό, βαρύ
και μέγα σου δίνω πως θα την προστατεύω ‘γώ από κάθε κίνδυνο που ένας θνητός
μπορεί να νικήσει. Σε δυστυχία και χαρά, αν ποτέ κινδυνεύσει θα στη φέρω ‘ γώ
σώα κι αβλαβή.
Αφού τ’ αδέρφια σκέφτηκαν για ώρα
πολλή συμφώνησαν με τον Κωνσταντή κι έτσι η μάνα αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη
θέληση των παιδιών της. Ανησυχούσε παρά
τον όρκο του Κωνσταντή νιώθοντας τη σκιά του θανάτου να μεγαλώνει.
Την επόμενη κιόλας μέρα το λεν
στην Αρετή κι εκείνη σαν από θαύμα πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι νέα κι όμορφη όπως
ήταν πριν. Το χρώμα γύρισε στα μάγουλά της και τα γέλια της έσπασαν τη σιωπή.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πέρασαν ώσπου ήρθε η μεγάλη μέρα. Έβαλε το
λουλουδάτο φόρεμά της, όμοιο με άνοιξη ευωδιαστή, χτένισε τα μακριά μαλλιά της
και άνοιξε την πόρτα. Είδε τον ήλιο να της χαμογελά από ψηλά και καθώς
προχωρούσε στο χωριό χαιρετούσε όλους τους ανθρώπους, που σάστιζαν με την
ομορφιά της. Σιγά-Σιγά άρχισε να ξεμακραίνει προς το δάσος. Εκεί της άρεσε
ακόμα πιο πολύ. Τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά, θαρρείς κι ήθελαν ν’ αγγίξουν τον
ουρανό, τα λουλούδια τόσο ευωδιαστά, πιο πολύ κι απ’ τ’ ακριβότερο άρωμα του
κόσμου, οι φωνές των πουλιών τόσο γλυκές, νόμιζες πως άκουγες τις άρπες των
αγγέλων και τα χρώματα τόσο όμορφα που ούτε ο καλύτερος ζωγράφος δεν μπορούσε
να τα ταιριάξει έτσι.
Τόσο πολύ της άρεσε το δάσος που
πήγαινε κάθε μέρα εκεί. Άρχισε να γίνεται φίλη με τα ζώα κι όλο και πιο πολύ
απομακρυνόταν απ’ τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι το βρήκαν τόσο παράξενο, που
άρχισαν να νομίζουν πως ήταν στ’ αλήθεια νεράιδα. Αερικό παρμένο από έναν άλλο
κόσμο. Έναν κόσμο αγγελικό και θείο. Όμως ο θαυμασμός για το διαφορετικό άρχισε
να δίνει τη θέση του στο φόβο και στην καχυποψία. « Γιατί μια γυναίκα να
ξημεροβραδιάζεται μόνη μες στα δάση; Πώς μπορεί να καταλαβαίνει τα ζώα; Γιατί
να είναι τόσο όμορφη, μήπως έκανε μάγια για να τη βλέπουμε έτσι; Και , επιτέλους
γιατί δεν παντρεύεται όπως όλες οι κοπέλες στην ηλικία της». Άρχισαν ν’
ακούγονται ψίθυροι πως η Αρετή ήταν μάγισσα.
Οι ψίθυροι αυτοί έφτασαν και στ’
αυτιά της οικογένειας. Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία, σκέφτηκαν πως το κακό θα
περνούσε σαν το όνειρο μιας τυχαίας βραδιάς, μα αντιθέτως η κατάσταση όλο και
χειροτέρευε. Οι χωρικοί ‘θελαν να κάψουν την Αρετή στην πυρά όπως κάνανε τότε
στις μάγισσες. Τότε η οικογένεια αποφάσισε να την παντρέψει όπως είχαν πει στην
αρχή. Αυτό θα έκανε τους ανθρώπους να καταλάβουν πως η Αρετή ήταν μια κοπέλα
σαν όλες τις άλλες. Η ίδια δεν ήθελε, μα από φόβο αναγκάστηκε να συμφωνήσει.
Έτσι λοιπόν τη δίνουν σ’ έναν
έμπορα πλούσιο από χώρα μακρινή και ξένη που ερχόταν κάθε χρόνο στο χωριό για
να πουλήσει την πραμάτεια του. Η Αρετή δεν τον ήθελε καθόλου, γιατί αν και την
κακία ποτέ δεν την είχε γνωρίσει υπήρχε κάτι πάνω του που την τρόμαζε. Την επομένη
του γάμου κινάν να παν στη χώρα του έμπορα. Προχωρούσαν με την άμαξα γι αρκετές
μέρες πάνω στο δρόμο, ώσπου ξέστριψαν έξω απ’ αυτόν. Το τοπίο άρχισε ν’
αλλάζει. Γινόταν όλο και πιο γυμνό, με ξερά δέντρα κι αγκαθωτούς θάμνους. Μια
ομίχλη άρχισε να σκεπάζει τον ουρανό και μια καταχνιά υπήρχε τριγύρω. Ούτε
ήλιος, ούτε φεγγάρι, ούτε αστέρια φαίνονταν από ‘κει μόνο μια γκρίζα θολούρα
λες κι ήσουν στην ατελείωτη άβυσσο του κόσμου. Τα πάντα φαίνονταν αμυδρά
τριγύρω.
Μπήκαν μέσα σε μια σπηλιά. Η
Αρετή κι ο έμπορας κατέβηκαν απ’ την άμαξα. Τότε συνέβη κάτι τρομερό. Τα άλογα
της άμαξας μεταμορφώθηκαν σε φίδια πελώρια και φαρμακερά και ο έμπορας σε δράκο
φοβερό, ψηλότερο κι απ’ τα δέντρα, με χοντρό δέρμα ερπετού, μεγάλα γαμψά νύχια
αρπακτικού, δόντια λύκου κοφτερά, κέρατα μακριά και δυο τεράστια φτερά. Η
κοπέλα πέτρωσε απ’ το φόβο όταν είδε επιτέλους τι κακία κρύβει ο κόσμος. Και
προτού προλάβει να συνέλθει τα φίδια την τύλιξαν και την παγίδεψαν. Τώρα πια
ήξερε τη μοίρα της. Θα έμενε εκεί για ένα χρόνο ως υπηρέτρια του δράκου και
μετά θα την έτρωγε και θα έβρισκε μια άλλη γυναίκα για την ίδια μοίρα.
Την ίδια κιόλας μέρα που έφυγε η
Αρετή, στο σπίτι έπεσε μεγάλη θλίψη και σκοτάδι. Και σαν το βράδυ ήρθε κι όλοι
για ύπνο πήγαν, η μάνα βλέπει ένα όνειρο. Ένα κοράκι με μεγάλα, μαύρα φτερά,
πέταξε στο παραθύρι της, έκρωξε θανατερά και πένθιμα και της είπε με ανθρώπινη
λαλιά: «Μάνα εσύ σκότωσες τα παιδιά σου. Γιατί άφησες την Αρετή να βγει απ’ το
σπίτι και την έδωσες σε δράκο μεγάλο και τρανό; Τώρα η μοίρα της στα χέρια του
θανάτου είναι και κανείς δεν μπορεί να τη σώσει. Τ’ αδέρφια της είναι όλα στο
βασίλειο των νεκρών, εκεί όπου κι εσύ με την Αρετή γρήγορα θα πάτε». Τρομαγμένη
η μάνα ξυπνάει και τρέχει προς τα δωμάτια των γιών της. Άνοιγε τις πόρτες
μία-μία μα μόνο άψυχα σώματα υπήρχαν. Άρχισε να κλαίει και να οδύρεται, να
τραβάει τα μαλλιά της, μα τίποτε δεν μπορούσε να τους φέρει πίσω. Τέλος πάνω
στην απελπισία της φώναζε τον Κωνσταντή και τον όρκο που της είχε δώσει.
Μα οι νεκροί όλα τ’ ακούν κι έτσι
ο Κωνσταντής ζητά απ’ το θάνατο μια ευκαιρία να σώσει την αδερφή του. Εκείνος τον
πονάει και του δίνει άλογο γοργό και μαύρο για να πάει στη γη. Δρόμο παίρνει
δρόμο αφήνει, καλπάζοντας μέσα από δάση πεδιάδες και ποτάμια, ώσπου έφτασε στου
δράκου τη σπηλιά. Ο δράκος ακούει ένα-ένα τα βήματα. Ξέρει πως το τέλος είναι
κοντά. Πανικοβάλλεται και αρχίζει με την καυτερή ανάσα του να καίει τα πάντα
γύρω του, μήπως και πετύχει τον Κωνσταντή. Μα, όπως όλοι ξέρουμε, οι νεκροί δυο φορές δεν
πεθαίνουν. Αρχίζει μάχη μεγάλη. Ώρες πολλές κράτησε ώσπου κάποια στιγμή ο
δράκος κουράστηκε και είπε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξεφύγει.
Ανοίγει τα μεγάλα του φτερά να πετάξει μακριά, όμως ο Κωνσταντής δε χάνει χρόνο
και ψηλά πηδά με το σπαθί στο χέρι και πριν καλά-καλά το καταλάβει ο δράκος,
του δίνει μια στο σημείο που ‘ταν η μαύρη του καρδιά. Το μοναδικό τρωτό σημείο,
γυμνό κι ακάλυπτο από κάθε πανοπλία.
Σφαδάζει ο δράκος πέφτοντας και
το δηλητηριασμένο αίμα του πέφτει πάνω στη γη που σειέται κι αλαλάζει. Τα μάγια
σπάνε κι η ομίχλη χάνεται από γύρω καθώς κι η ξεραΐλα. Λουλούδια όμορφα
φυτρώνουνε και το χλωμό φως της σελήνης τρυπάει τα σκοτάδια. Η πλάση χαίρεται
κι η Αρετή μαζί της. Αγκαλιάζει τον αδερφό της και αυτός τη βάζει στ’ άλογό
του.
Καβάλα στ’ άλογο, δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, ώσπου φτάνουν σ’
ένα ποτάμι. ‘Κει όμως ο ποταμός ζηλεύει «Πώς τέτοιο κόσμημα λαμπρό το ‘χει ο
αποθαμένος;» κι αρχίζει να φουσκώνει, την Αρετή μαζί του στον κόσμο τον υδάτινο για
γυναίκα του να πάρει. Παλεύουν με το ρέμα άλογο κι αναβάτες μα μάταιη η
προσπάθεια.
Τότε από ‘κει ψηλά
απ’ τα παλάτια τ’ ασημιά
ο
γιος της Σελήνης τα βλέπει αυτά
και στη γη κατεβαίνει
να
σώσει την κοπελιά.
Άλογο αρματώνει δυνατό
και σπαθί στο χέρι θανατερό.
Μια και δυο στο ποτάμι πηδάει
και με τα κύματα πολεμάει.
Τον ποταμό αφοπλίζει
και τον εξευμενίζει.
Την Αρετή τραβάει στη στεριά
μακριά απ’ τα κύματα τα πνιγερά.Όμως απ’ το
πολύ το φως
Ο Κωνσταντής με τ’ άλογο γίνονται καπνός.
Στον κάτω κόσμο γυρίζουν
Εκεί
που πρέπει οι πεθαμένοι ν’ αλωνίζουν.
Ο νέος την Αρετή βάζει στ’ άλογο
του το γοργό την υπόσχεση του νεκρού αδερφού να εκπληρώσει. Η Αρετή με το
δροσερό νυχτερινό αεράκι συνέρχεται και καταλαβαίνει πως ο αδερφός της είναι
νεκρός και κλαίει βουβά. Κι αφού τίμησε τον αδερφό της χορταίνοντας το χώμα με δάκρυα πικρά, άρχισε ν’ αναρωτιέται ποιος
να ‘ναι ο νέος που τους έσωσε. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος με δέρμα λευκό και
μαλλιά στο χρώμα του ασημιού. Τα μάτια του γκρίζα σαν την ομίχλη μα φωτεινά σαν
αστέρια. Ήταν σαν να ερχόταν από κάποιο άλλο κόσμο!
Δε με νοιάζει, σκέφτηκε η Αρετή, όποιος κι αν είναι, νοιώθω πολύ όμορφα μαζί του κι ας μην λέμε κουβέντα.
Κι ώσπου να σκεφτεί και να καλοσκεφτεί
φτάνουν στο σπίτι της. Ο νέος την αφήνει στην πόρτα κι αρχίζει να ιππεύει προς
τον ουρανό. Η Αρετή κοντοστάθηκε με ένα αίσθημα περίεργης λύπης που έφευγε.
Ποιος ξέρει μπορεί να ήταν επειδή δεν ήξερε ούτε τ’ όνομά του.
Έσπρωξε τη μικρή ξύλινη πόρτα του σπιτιού της
και εκείνη έτριξε λες και είχε χρόνια να πάρει ζωή. Το σπίτι τώρα αφιλόξενο,
ερημωμένο και σκοτεινό. Ήταν τελείως άδειο από ζωή, εκτός από μια μικρή
ζαρωμένη γέρικη φιγούρα δίπλα στο τζάκι που περίμενε με υπομονή το θάνατο.
Πλησιάζει και βλέπει πως είναι η μάνα της που τα βάσανα τη γέρασαν. Με το που
διασταυρώθηκαν οι ματιές τους κι οι δυο πήραν ζωή κι αγκαλιάστηκαν με λαχτάρα.
Η γριά μάνα της είπε τι έγινε με
τ’ αδέρφια της και θλίψη μεγάλη την κυρίευσε. Άρχισε κι αυτή με τη σειρά της να
λέει για το δράκο και το πώς την έσωσε ο Κωνσταντής. Στο σημείο με το ποτάμι
δίστασε. Δεν ήξερε τώρα πια αν το είχε ζήσει όλο αυτό ή απλά κοιμόταν. Έτσι
συνέχισε την ιστορία της παραλείποντας το περιστατικό. Αφού τελείωσε, η μάνα
την κοίταξε με λύπη στα μάτια και της είπε αναστενάζοντας: «Αχ κορίτσι μου,
όποιος περνάει απ’ τη χώρα των νεκρών σύντομα ‘κει γυρίζει. Όμως αν όλοι αυτοί
που βρίσκονται ψηλά είναι σωστοί θα ‘ρθω και’ γώ μαζί σου. Έτσι θέλω να
τελειώσει.»
Και με τα λόγια αυτά την αγκαλιάζει
σφιχτά και μπαίνει ο χάρος να τις πάρει. Όμως ξαφνικά ορμάει πίσω του ο νέος που
την έσωσε από το ποτάμι και ο χάρος υποχωρεί. Του ζητά λίγο χρόνο να της
μιλήσει, συμφωνεί ο χάρος αλλά κρατά τη μάνα για εγγύηση. Η Αρετή νιώθει τη χαρά
να την πλημμυρίζει μα δεν ξέρει το λόγο,
ούτε ξέρει τι να του ‘πει. Τελικά ο νέος σπάει τη σιωπή.
-
Δε με θυμάσαι, της κάνει, κι ας είμαι τόσα
χρόνια δίπλα σου.
-
Σε θυμήθηκα τώρα. Είσαι η φωνή που άκουγα τα
βράδια όταν ήμουν φυλακισμένη στο σπίτι. Ποιος είσαι στ’ αλήθεια;
-
Ο γιος της Σελήνης που σου στέκομαι σε κάθε δυσκολία από τότε που ήσουν μπουμπούκι
ως σήμερα που είσαι ένα ολάνθιστο τριαντάφυλλο. Μη με ρωτήσεις γιατί , αφού
ξέρεις την απάντηση. Δεν μπορώ ν’ αποχωριστώ την ομορφιά σου, ούτε και την καλοσύνη σου.
-
Ούτε εγώ θέλω να σ’ αποχωριστώ, μα ξέρω πως
πρέπει, γιατί εγώ είμαι θνητή και πεθαίνω, ενώ εσύ ζεις στην αιωνιότητα.
-
Μπορώ να σου δώσω αθανασία και να μείνεις αιώνια
μαζί μου. Όμως θα πρέπει ν’ αποχωριστείς τους δικούς σου, γιατί δεν μπορούν να
‘ρθουν μαζί μας.
-
Θα ‘θελα πολύ να ‘μουν μαζί σου για πάντα στα
παλάτια τα’ ασημιά μα δυστυχώς για ‘μένα ανήκω στην οικογένεια μου. Είπε κι
άρχισε να κλαίει γιατί τον αγαπούσε πραγματικά.
-
Τότε άσε με να πάρω κάτι από ‘σένα.
Είπε κι έβγαλε ένα
κρυστάλλινο μπουκαλάκι που το γέμισε με τα δάκρυά της. Έπειτα έκοψε μερικές μπούκλες
απ’ τα μαλλιά της και όλα αυτά τα φύλαξε
στον κόρφο του. Αφού αποχαιρετίστηκαν ο χάρος πήρε τη μάνα και την κόρη κι
έφυγε για τον άλλο κόσμο.
Την επομένη νυχτιά, αφού τις θάψανε νέος ράντισε τον τάφο
με τα δάκρυά της μα και με τα δικά του. Στο μουσκεμένο χώμα έβαλε και τις
ολόξανθές της μπούκλες που είχε κρατήσει στον κόρφο του. Απ’ τα δάκρυά του βγήκαν κάτι χρωματιστά
λουλούδια που φυτρώνουν μόνο τη νύχτα για να μπορεί να τα βλέπει ο νέος από το παλάτι
του στο φεγγάρι. Νυχτολούλουδα τα ‘παν οι άνθρωποι. Απ’ τις μπούκλες πάλι
βγήκαν κάτι δέντρα με κίτρινα ανθάκια σαν τα ξανθά μαλλιά της, που ανθίζουν μόνο
το χειμώνα για να υπάρχει κάτι να την θυμίζει στο νέο όταν δεν υπάρχουν
νυχτολούλουδα. Αυτά τα δέντρα οι άνθρωποι τα είπαν μιμόζες.
Αυτή είναι η αρετή. Πολλοί αγωνίζονται και πεθαίνουν γι
αυτή. Άλλοι πάλι θέλουν να την καταστρέψουν κι άλλοι να την πάρουν με τη βία,
όμως δεν καταφέρνουν τίποτα. Γιατί όταν λείπει η αρετή από κάπου, όλα ρημάζουν
κι ερημώνουν. Όμως η αρετή μένει ακλόνητη ως μοναδικό στολίδι του πάνω και του
κάτω κόσμου, που δίνει ελπίδα όταν όλα τ’ άλλα σβήνουν.
Δανάη
Δανάη