Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Παίζοντας με την "άμμο"

Πήραμε μια βαθιά ανάσα και ξαναπιάσαμε το παλιό παιχνίδι των ποιητών. Παίξαμε ξανά με τη λέξη. Έτυχε η λέξη "άμμος". Απ' έξω λαμπρός ο ήλιος μας έγνεφε και μας παρέσυρε σε συνειρμούς μάλλον καλοκαιρινούς.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

 


Σκόνταψα,
Και έπεσα μέσα στο βλέμμα σου.
Έλιωσα,
Κάτω απ’ τη φλόγα του ήλιου σου.
Έγιναν χίλιοι κόκκοι οι σκέψεις μου.
Και όπως τρώει την άμμο η θάλασσα,
Γλυκά, απαλά, σαν παραμύθι,
Έτσι κατάπιες και εσύ τον λαμπερό εαυτό μου.
Έτσι με έπνιξες.
Σε ένα μεσημέρι ανιαρό,
Που για εμένα ήταν όλο το καλοκαίρι.
Και ακόμη αναπολώ την καθαρή σου παρουσία.
Και ούτε μπορεί να νιώσει η ψυχή σου
Πώς αναζητώ λίγη χρυσή σκόνη κοντά σου.
Λίγο χρυσό χνούδι στα μαλλιά.
Όπως αυτό που μας έλουζε εκείνο το μεσημέρι.
Όπως το κύμα που χτένιζε τις κοφτερές ματιές μας.
Άσε με να ξαπλώσω πάλι στο πρόσωπό σου.
Τράβα με δυνατά για να σκοντάψω
Και να πέσω στην άμμο σου.
Μην με αφήνεις άλλο να αναπολώ.
Μην με αφήνεις άλλο να αγωνιώ για το καινούργιο καλοκαίρι.

                                                                                          Α.Κ



 
''ΑΜΜΟΣ''

                                                                             25/2/2012    


 
                                      

O Αύγουστος ήρθε δειλά την πόρτα να μου χτυπήσει.
Τότε κατάλαβα πως είναι καλοκαίρι.
Τότε πρωτόνοιωσα τις πύρινες του ήλιου γλώσσες
να με γλυκοφιλούν.
Σκέφτηκα να βγω από το σώμα μου, το πέτρινο.
Σ' εκείνο το κελί να πάψω πια να σέρνομαι.
Και να γυρίσω σε μιαν άλλη χρονιά.
Μιαν άλλη εποχή, της αθωότητας.
Τυφλά βήματα κι ώρες ανύποπτες έζησα
σκουριά αρχαία στη θύμησή σου.
Πεταμένα τα αισθήματα κι οι λέξεις
από τότε που ήμασταν παιδιά.
Και μαζί μαθαίναμε τον έρωτα.
Και μαζί ρίχναμε φως στο αβέβαιο μέλλον.
Γερά αρπάξαμε της ζωής το συρματόπλεγμα
νομίζαμε μπορούσαμε να φτάσουμε στην άλλη μεριά
και κει, μας περίμενε ο ήλιος.
'Έλουζε λέει μια παραλία με ακτή δαντελένια
με άμμο ψιλή,  χρυσαφένια.
Και θαμπωθήκαμε κι οι δυο
και δρασκελίσαμε τον τοίχο,
ματώσανε τα χέρια μας απ' τ' ατσάλινα αγκάθια.
Εσύ όμως δε νοιάστηκες.
Βύθιζες μ' αφοσίωση τα πόδια σου στην τραχιά της άμμου αγκαλιά
και κείνη σε γεύονταν κόκκο κόκκο.
Φυσούσε κι ο μαΐστρος και την πήγε βόλτα σ' όλο το κορμί σου,
στα μαλλιά, στο στήθος και βαθιά μες την καρδιά...
Και πήρε το μικρό Αύγουστο μακριά
μ' όλους τους μήνες και τα χρόνια.
Πήρε και σένα μαζί.
Τότε μόνο κατάλαβα πως δεν είναι πάντα καλοκαίρι.
Τα καλοκαίρια διαρκούν όσο μια ανάσα.
Τα καλοκαίρια διαρκούν όσο η άμμος,
που γλιστρά μέσα στη λυγερόκορμη κλεψύδρα.

Η ίδια πάντα άμμος, που σε γεύτηκε... Πριν από 'μενα...
 

                                                                                  ε.κ