Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Μορφές και φόρμες

Ξεκινήσαμε διαβάζοντας Μιχάλη Γκανά
Στην αρχή απ' τα "Γυάλινα Γιάννενα" μετά και απ' τη συλλογή " Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς".
Εντοπίσαμε τα παρακάτω ποιήματα, τα ξαναείδαμε με τη βοήθεια της τεχνολογίας και συνεχίσαμε το παιχνίδι μας με τις λέξεις έχοντας όμως κατά νου έναν καινούργιο στόχο.


(Απ' τα Γυάλινα Γιάννενα, εκδ. Καστανιώτη )

ΙΙ

στον Χρήστο Μπράβο

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι, έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ' το χιόνι
πού έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα 'φερνε ό άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα 'τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το 'μαθε.












(Απ΄τη συλλογή " Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς" εκδ. Μελάνι )

ΠΑΛΙΟ ΧΙΟΝΙ

Στον Νίκο Ξυδάκη

Στα Γιάννενα τον είδαν ξημερώματα
να μπαίνει λασπωμένος ως τα γόνατα.
Ένας παράξενος διαβάτης,
βοσκός, αγρότης, αγωγιάτης.

Στο πρώτο χάνι μπήκε και κοιμήθηκε,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες αναλήφθηκε.
Τα χρόνια του πενήντα-τόσα,
τα βάσανά του πεντακόσια.

Τον ξύπνησε κλαρίνο αλαφροπάτητο
που χόρευε στο χιόνι το απάτητο.
Κι άκουσε σύρσιμο καρέκλας
και την ανάσα μιας γυναίκας.

Το χιόνι όλο πύκνωνε στο δρόμο του
που γύριζε στο σπίτι και στον πόνο του.
Είχε στο δάχτυλο δυο βέρες
κι ανύπαντρες τρεις θυγατέρες.

Τον είδανε να φεύγει ξημερώματα
και του ' φτανε το χιόνι ως τα γόνατα.
Αλλά δεν ξέρουν οι διαβάτες
τι χιόνι σήκωσε στις πλάτες.






Στη συνέχεια άναψε το παιχνίδι με τη λέξη « Φιλιά»
Παίξαμε και δημιουργήσαμε με τη λέξη και στη συνέχεια προσπαθήσαμε να μεταγράψουμε τη δημιουργία μας όσο πιο κοντά στο στίχο γινόταν κι όπου αυτό μπόρεσε να γίνει δυνατό.
Ακολουθούν δείγματα γραφής:







Ι

Έχει σχήμα, χρώμα, βάθος, πονάει
παράλυτο σ ΄ αφήνει.
Δεν υπάρχει για σένα τίποτ ΄ άλλο
Θολό παρελθόν, αχνό τα μέλλον.
Έλλειψη
Κι όλα σου πάλι βρίσκονται εκεί
Δε θυμάσαι πολλά
Κι όμως απ΄ τη μνήμη παίρνεις παλμό
Θα είναι αυτό σίγουρα
Σίγουρα θα είναι αυτό
Η μόνη περιγραφή μου για την αλήθεια

Νέμεσις


ΙΙ

Φιλί που σβήνει
Μόνο σ΄αφήνει
Θες να γυρίσει
Κι ό τι κοστίσει
Σκέψη που σβήνει
Έχεις αλλάξει
Θες να γυρίσει
Κι ό τι κοστίσει

Η θλίψη που μένει
Ελπίδες σκαρώνει
Θες να γυρίσει
Κι ό τι κοστίσει

Νέμεσις






Ο παγωμένος αέρας της μοναξιάς
ροδίζει τα πολυπόθητα μάγουλά σου
όπως τα φιλιά που σου έδινα κάποτε

Κι όμως κάποιες φορές νιώθω να ζηλεύω
αυτόν το μυστηριώδη καβαλάρη τ’ ουρανού
Αν ήμουν αέρας όμως, θα ήμουν κάτι το απλό,
κάτι το καθημερινό και το συνηθισμένο
Και έτσι δε θα καταλάβαινες
πόσο ξεχωριστά αγαπώ τα ροδισμένα σου μάγουλα
που με τόση ντροπή φανερώνονταν
μπρος τα δυο μου μάτια
και που κρατούν ακόμη τη γλυκιά ανάμνησή σου

Φαίδρα






Ι
Μικρά κομμάτια, τα πήρε ο αέρας
Μα άφησαν γεύση, χρώμα και μυρουδιά
Βαθιά στο μπαούλο της γιαγιάς

Τη νύχτα όμως που αυτή κοιμάται
Στοιχειώνουν και ζωγραφίζουν τον ύπνο της
Κι αποτυπώνονται στο κουρασμένο στόμα
Ίδια χαμόγελα
ΓΑ




ΙΙ

Μικρά φιλάκια τα πήρε ο αέρας
πάει η γλύκα και η μυρωδιά
μα λίγα τόσκασαν για να τρυπώσουν
μες το μπαούλο πόχει η γιαγιά

Κι έτσι τη νύχτα που αυτή κοιμάται
αυτά σηκώνονται σιγά σιγά
μπαίνουν στα όνειρα και τα ομορφαίνουν
γελά στον ύπνο της τότε η γιαγιά

Φιλιά της νιότης γεμάτα γλύκα
γίναν χαμόγελα, αιώνια προίκα
ΓΑ






Φιλιά

Συχνά φαντασιώνομαι  άνδρες και γυναίκες να φιλιούνται σε κλειστούς χώρους. Τόσο η ιδέα του φιλιού, όσο και η ιδέα του κλειστού χώρου με εξιτάρουν, με αφήνουν να σκέφτομαι χωρίς περιορισμούς, να ονειρεύομαι. Πιθανώς, ο δικός μου ανερωτισμός μου προκαλεί την ανάγκη για λίγες στιγμές γαλήνης σε αγκαλιές άγνωστες και γνωστές, που όμως κρύβουν έναν ερωτισμό ανελέητο και για μένα ερωτισμός σημαίνει αγάπη. Οι αγκαλιές αυτές να μου επιτρέψουν να κλείσω τα μάτια, να μη σκέφτομαι τίποτα, να αγγίξω το κορμί μου και το κορμί του συντρόφου μου ασταμάτητα, να φωνάξω δίχως πνοή, να ερωτεύομαι, να ζω και να πεθαίνω. Κουράστηκα να ονειρεύομαι κάμαρες κλειστές με ανθρώπους να φιλιούνται. Και φοβάμαι, ότι το συναίσθημα της άγονης ελπίδας θα με κατακλύζει πολλές άγριες νύχτες, τότε που οι λύκοι τραγουδούν ύμνους και συ καπνίζεις με ανοιχτό το ραδιόφωνο μπροστά στο κενό.

Δ.Κ