Παραμύθι για μικρούς και μεγάλους
(αφιερωμένο στα παιδιά της Γάζας)
Κάποτε μαζεύτηκαν οι σοφοί του πλανήτη και είπαν να δημιουργήσουν κάτι σπουδαίο. Και έπιασαν και κατέγραψαν το πρόσωπο της γης πάνω σε ένα τεράστιο χαρτί, κάτι σαν ένα μεγάλο χάρτη. Φαίνονταν με λαμπερά χρώματα τα βουνά, τα ποτάμια και οι θάλασσες. Φάνταζαν και τα δάση κι οι λίμνες αλλά και οι πολιτείες και τα χωριά. Ονόμασαν την απεικόνιση αυτή «πολιτισμό» και αποφάνθηκαν πως «έτσι τακτοποιούνται τα πράγματα».
Και οι άνθρωποι θαύμασαν!
Τότε μια μελισσούλα που πετούσε εκεί τριγύρω φώναξε:
- Όχι, εμένα δε μ’ αρέσει. Λείπουν οι μυρωδιές και οι χυμοί. Δεν έχει ουσία αυτό το σχέδιο.
Θύμωσαν τότε οι σοφοί και έπιασαν ένα τεράστιο ψαλίδι και έκοψαν το χαρτί σε μικρά κομματάκια που τα ονόμασαν κράτη, αυτοκρατορίες, επικράτειες ή πατρίδες.
Έτσι ,είπαν, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να τελειοποιήσουν ανά ομάδες το δικό τους κομμάτι . Και οι άνθρωποι που μέχρι τότε είχαν πατρίδα τους όλη τη γη βρέθηκαν να έχουν για πατρίδα μόνο ένα μικρό ή και μεγάλο κομμάτι και περιόρισαν την αγάπη τους σ’ αυτό. Βέβαια οι σοφοί μαζί με τη γη χώρισαν και τη θάλασσα και τον ουρανό και βρήκαν πόσο μερτικό αναλογεί σε αυτές τις πατρίδες.
Και ξαναθαύμασαν οι άνθρωποι!
Τότε ένα χελιδόνι σπάθισε με τα φτεράκια του τον αέρα και πέρασε πάνω από πολλές πατρίδες φωνάζοντας:
- Ευτυχώς που τα σύνορά σας δε έχουν κράτος στον ουρανό κι εγώ μπορώ να έχω πολλές πατρίδες και να τις αγαπώ όλες πολύ.
Το αεράκι του έκλεισε το μάτι χαρούμενο που ούτε κι αυτό το επηρεάζουν τα έργα «του πολιτισμού» και δρόσισε με αγάπη πολλές πατρίδες των ανθρώπων.
Ένα στρογγυλό χαλίκι σε μιαν ακροποταμιά χαμογέλασε γλυκά στο ποτάμι κι αυτό το κύλησε και με ένα ορμητικό ρεύμα το πήγε λίγα μέτρα παρακάτω , όπου, σύμφωνα με τους ανθρώπους, ήταν άλλη πατρίδα.
-Αν βαρεθείς κι εκεί πες μου να σε ταξιδέψω σε άλλον τόπο. Εγώ, ξέρεις, τα ξεπερνάω τα σύνορα, είπε το ποτάμι και συνέχισε το διάβα του.
Αυτά όμως οι άνθρωποι δεν τα παρατήρησαν. Στην αρχή επειδή ήταν θαμπωμένοι από το θαυμασμό τους για τα έργα των σοφών. Μετά, γιατί αντί να κοιτάν τη δική τους πατρίδα άρχισαν να βλέπουν τις πατρίδες των άλλων και να φωνάζουν πόσο αδικημένοι νιώθουν. Βάλαν ξανά κάτω τα χαρτιά και άρχισαν να σχεδιάζουν με μανία ποια εδάφη πρέπει να προσαρτηθούν στα δικά τους τα μέρη. Οι πιο δυνατοί μάλιστα, άρχισαν να μετακινούν τα σύνορα πιστεύοντας πως τα μεγαλύτερα κομμάτια γης τους κάνουν πιο ευτυχισμένους.
-Δεν καταφέρνετε τίποτε κουνώντας τα σύνορα, τους φώναξε το χελιδόνι. Έγνοιες βάζετε στο κεφάλι σας και αποκτάτε εχθρούς. Γεμίζετε τις καρδιές σας με μίσος και τη ζωή σας με δυστυχία.
Δεν το άκουσαν πάλι οι άνθρωποι, μόνο τα μικρά παιδιά, που σήκωσαν τα χέρια τους στον ουρανό.
-Τα σύνορα συμφέρουν μόνο τους σοφούς σας, γιατί χωρίς αυτά δε θα έχουν λόγο ύπαρξης. Αν απεγκλωβιστεί η σκέψη σας θα τους αμφισβητήσετε, και θα χάσουν τη θέση και τα πλούτη τους, ξαναφώναξε το χελιδόνι και πέταξε σε άλλες πατρίδες.
-Πού πάει το χελιδόνι, ρώτησαν τα παιδιά σαν πήγαν στο σχολείο
-Το χελιδόνι είναι αποδημητικό, πήραν την απάντηση. Έτσι είχαν πει οι σοφοί.
Και τα χρόνια πέρασαν και περνούν και οι άνθρωποι συνεχίζουν να ασχολούνται με τα σύνορα . Όταν μάλιστα γίνονται ισχυροί δε διστάζουν να επιβάλλουν τη θέλησή τους και να πνίγουν τους άλλους ανθρώπους, που έτυχε να γεννηθούν στη διπλανή πατρίδα. Δεν το έχουν σε τίποτα να κάνουν πόλεμο, που συνήθως τον ονομάζουν ιερό, αν είναι δυνατόν κάτι ιερό να σκοτώνει.
Δεν ντρέπονται ούτε να στραφούν εναντίον των παιδιών κι ας είναι τα μόνα που μπορούν να ακούσουν το χελιδόνι να λέει την αλήθεια και να υψώνουν τα χέρια στον ουρανό, που δε γνωρίζει από σύνορα κι άλλες τέτοιες επινοήσεις του πολιτισμού των σοφών. Κι όταν σε έναν τόπο υπάρχουν πολλά τέτοια παιδιά υψώνουν τείχη
και σφίγγουν πάρα πολύ τον κλοιό,
έτσι ώστε να τους κόβεται η ανάσα και να μην μπορούν να σηκώνουν το κεφάλι προς το πέταγμα του χελιδονιού.
Όμως κάνουν λάθος, το χελιδόνι έχει ήδη μπει και φτερουγίζει μέσα στη σκέψη των παιδιών, όλων των παιδιών του πλανήτη.